ψιλόταπις

Revision as of 20:36, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, a smooth carpet, a carpet without pile, PCair. Zen.48.2 (iii B. C.); opp. ἀμφίταπις, Lycon ap.D.L.5.72, cf. Cephisodor. ap. Ath.12.548e, Clearch.25; written ψιλόδαπις in Paus.Gr. Fr.304; cf. ψιλός 11.1.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ, = ψιλόδαπις.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλότᾰπις: -ιδος, ἡ, λεῖος τάπης οὐχὶ οὖλος· ἀντίθετον τῷ ἀμφίταπις, Λύκων παρὰ Διογένει Λαερτίῳ 5. 72, πρβλ. Ἀθήν. 548Ε, Κλήμ. Ἀλεξ. 216· φέρεται ψιλόδαπις, παρὰ Κλεάρχῳ ἐν Ἀθην. 255Ε· πρβλ. ψιλὸς ΙΙ. 1.

Greek Monolingual

και ψιλοδάπις, -άπιδος, ἡ, Α
κουρεμένος τάπητας, χαλί με κομμένο πέλος, χωρίς χνούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + τάπις / δάπις.

Russian (Dvoretsky)

ψῑλότᾰπις: ῐδος ἡ ковер с односторонним ворсом Diog. L.