βαρύγλωσσος
English (LSJ)
ον, grievous of tongue, v.l. for βαθυ-, LXXEz.3.5.
German (Pape)
[Seite 433] mit schwerer, beißender Zunge, Nonn. u. Eust.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύγλωσσος: -ον, ὁ βαρεῖαν, δηκτικὴν ἔχων γλῶσσαν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 33.
Spanish (DGE)
(βᾰρύγλωσσος) -ον
de lengua maldiciente λαός LXX Ez.3.5, de Hiponacte, Suet.Biasph.39, cf. Nonn.Par.Eu.Io.10.33.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βαρύγλωσσος, -ον)
ο βραδύγλωσσος
νεοελλ.
1. αυτός που βαριέται να μιλήσει
2. (για παιδί) εκείνο που άργησε να μιλήσει
αρχ.
ο κακόγλωσσος.