βυρσεύω
English (LSJ)
dress hides, tan, Hsch. s.v. σκυλοδέψιος.
German (Pape)
[Seite 468] Leder zurichten, gerben, Hesych.
Spanish (DGE)
curtir ἵνα βυρσεύσας δέρματα χιτῶνας ἐργάσηται Epiph.Const.Anc.62, cf. Hsch.s.u. σκυλόδεψος.
dress hides, tan, Hsch. s.v. σκυλοδέψιος.
[Seite 468] Leder zurichten, gerben, Hesych.
curtir ἵνα βυρσεύσας δέρματα χιτῶνας ἐργάσηται Epiph.Const.Anc.62, cf. Hsch.s.u. σκυλόδεψος.