βυθοτρεφής
English (LSJ)
ές, living in the deep, LXX 3 Ma. 6.8.
German (Pape)
[Seite 467] ές, in der Meerestiefe lebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βῠθοτρεφής: -ές, ὁ ἐν τῷ βυθῷ ζῶν, Ἑβδ. (3 Μακκ. ς’, 8)· -τρόφος, ον, Μανασσ.
Spanish (DGE)
-ές
criado en el fondo del mar κῆτος del cetáceo que se tragó a Jonás, LXX 3Ma.6.8.
Greek Monolingual
βυθοτρεφής, -ές (Α)
εκείνος που διαβιεί στον βυθό.