γυψωτός

Revision as of 21:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, plastered, Hsch. s.v. τιτανωτή.

Spanish (DGE)

-ή, -όν revocado Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γυψωτός, -ή, -όν) γυψώ
1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο
2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.