γογγυλίδιον
English (LSJ)
τό, = καταπότιον, Hp. ap. Erot. (γογγυλίδα codd.), Gal.19.91.
German (Pape)
Spanish (DGE)
-ου, τό píldora pequeña Hp. en Erot.31.1, Gal.19.91.
Greek Monolingual
γογγυλίδιον, το (Α) γογγύλος
χάπι.
τό, = καταπότιον, Hp. ap. Erot. (γογγυλίδα codd.), Gal.19.91.
-ου, τό píldora pequeña Hp. en Erot.31.1, Gal.19.91.
γογγυλίδιον, το (Α) γογγύλος
χάπι.