δίπωλος
English (LSJ)
ον, with two horses, ἅρμα (Ἄρης cod.) Hsch. s.v. συνωρίδα.
Spanish (DGE)
-ον
de dos caballos συνωρίς Hsch.s.u. συνωρίδα, ἅρματα Io.Mal.Chron.M.97.280C
•subst. τὸ δ. biga, Gloss.42.7P., cf. Lyd.Mens.1.12.
ον, with two horses, ἅρμα (Ἄρης cod.) Hsch. s.v. συνωρίδα.
-ον
de dos caballos συνωρίς Hsch.s.u. συνωρίδα, ἅρματα Io.Mal.Chron.M.97.280C
•subst. τὸ δ. biga, Gloss.42.7P., cf. Lyd.Mens.1.12.