διαχάλασις

Revision as of 22:36, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[χᾰ], εως, ἡ, disjoining in the sutures of the skull, Hp. VC12.

German (Pape)

[Seite 613] ἡ, das Nachlassen, die Erweiterung, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διαχάλᾰσις: -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, χάσμα, κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
separación, apertura τῆς ῥαφῆς ref. a las suturas del cráneo, Hp.VC 12.

Greek Monolingual

διαχάλασις, η (Α)
χαλάρωση της ενώσεως τών οστών ιδίως του κρανίου.