κάλος
English (LSJ)
ὁ, v. κάλως.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ion. et épq. c. κάλως.
English (Autenrieth)
(Att. κάλως): pl., ropes, halyards; passing through a hole at the top of the mast, then made fast at the bottom, and serving to hoist and lower the yard. (See cut.)
Greek Monolingual
(I)
κάλος, ὁ (Α)
βλ. κάλως.
(II)
και κάλλος, ὁ
1. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση του δέρματος, συν. τών άκρων, τύλος
2. φρ. α) «τον πάτησα στον κάλο» — τον έθιξα στο πιο ευπαθές σημείο
β) «έχει κάλο (στον εγκέφαλο)» — είναι ανόητος, είναι παράλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. callo < λατ. callus ή callum].
Greek Monotonic
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλος -α -ον Aeol. voor καλός.
κάλος -ου, ὁ ep. en Ion. voor κάλως.
Russian (Dvoretsky)
κάλος: (ᾰ) ὁ эп.-ион. Hom. = κάλως.