κακκανῆν

Revision as of 00:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Lacon. inf., perhaps stir up, incite, νέων ψυχάς dub. in Leonidas ap.Plu.Cleom.2, cf. 2.235f (κακάνειν codd.), 959b (κακύνειν codd.).

French (Bailly abrégé)

v. κατακαίνω.

Greek Monolingual

κακκανῆν (Α)
(δωρ. τ. απρμφ.) πιθ. εξάπτω, διεγείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκονῆν (με αφομοίωση του τ σε κ) < κατ-ακονῆν με αποκοπή, απρμφ. του ρ. κατ-ακονάω (< κατά + ἀκονάω < ἀκόνη.

Russian (Dvoretsky)

κακκανῆν: (= κατακανεῖν) дор. Plut. inf. к κατακαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακκανῆν, Lac. inf., in rep en roer brengen ( bet. onzeker).