κακόποτμος

Revision as of 00:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, ill-fated, ill-starred, B.5.138; τύχαι A.Ag.1136 (lyr.); ἐμὲ κ. E.Hel.694 (lyr.); κ. ὄρνις ἡ κρέξ Arist. HA616b21.

German (Pape)

[Seite 1302] von bösem Geschick, unglücklich; τύχαι Aesch. Ag. 1107; Eur. Hel. 700; ὄρνις, Unglück bedeutend, Arist. H. A. 9, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, πότμος.

Greek Monolingual

κακόποτμος, -ον (Α)
κακότυχος, δυστυχής («ἐμὲ κακόποτμον», Ευρ.).
επίρρ...
κακοπότμως (Μ)
με δυστυχία, κακότυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ποτμος (< πότμος), πρβλ. βαρύ-ποτμος, υστερό-ποτμος].

Greek Monotonic

κᾰκόποτμος: -ον, κακότυχος, δύσμοιρος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόποτμος:
1) несчастный, роковой (τύχαι Aesch.);
2) несчастливый, злополучный (Ἑλένη Eur.);
3) пророчащий беду, зловещий (ὄρνις Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόποτμος -ον [κακός, πότμος] rampzalig, ongelukkig:. κακόποτμοι τύχαι rampzalig lot Aeschl. Ag. 1136.

Middle Liddell

κᾰκό-ποτμος, ον
ill-fated, ill-starred, Aesch., Eur.