καταπομπεύω

Revision as of 01:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

scoff at, τινος Luc.Am.37.

German (Pape)

[Seite 1371] großprahlen gegen Einen, τινός, Luc. amor. 37.

Greek (Liddell-Scott)

καταπομπεύω: ἐμπαίζω, χλευάζω, τινὸς Λουκ. Ἔρωτες 37· πρβλ. πομπεύω.

Greek Monolingual

καταπομπεύω (Α)
εμπαίζω, χλευάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πομπεύω «περιγελώ, εμπαίζω»].

Russian (Dvoretsky)

καταπομπεύω: вызывающе хвалиться: κ. τινός Luc. хвастаться перед кем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπομπεύω [καταπομπή] bespotten, met gen.