κεκοσμημένως
English (LSJ)
Adv., (κοσμέω) modestly, Ael.NA2.11, Philostr. VA7.42, Jul.Mis.344d.
Greek (Liddell-Scott)
κεκοσμημένως: Ἐπίρρ. (κοσμέω) μετὰ κόσμου, τάξεως, κεκ. καὶ σωφρόνως Αἰλ. π. Ζ. 2. 11.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec mesure.
Étymologie: κεκοσμημένος, pf. Pass. de κοσμέω.
Greek Monolingual
κεκοσμημένως (Α)
επίρρ. κόσμια, με τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκοσμημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κοσμῶ «τακτοποιώ, κανονίζω»].