κεφαλοβαρής

Revision as of 01:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, with a head at the root, of bulbous plants, Arist. Long.467a34, Thphr.HP1.6.8.

German (Pape)

[Seite 1428] ές, kopfschwer, mit schwerem Kopfe; Arist. macrob. 6; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοβᾰρής: -ές, ἔχων βαρεῖαν κεφαλήν, Ἀριστ. π. Μακροβ. καὶ Βραχυβ. 6, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.

Greek Monolingual

κεφαλοβαρής, -ές (Α)
(κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιοβαρής, οινοβαρής].

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλοβᾰρής: имеющий тяжелую голову или верхушку (τὰ φυτά Arst.).