κισσοκόρυμβος

Revision as of 01:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ὁ, ivy-cluster, Hippiatr.77.

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, der traubenförmige Fruchtbüschel des Epheu, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοκόρυμβος: -ον, βλάστημα κισσοῦ, Ἱππιατρ. 208.

Greek Monolingual

κισσοκόρυμβος, -ον (Α)
το αρσ. ως ουσ.κισσοκόρυμβος
πυκνό κλαδί κισσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + κόρυμβος «κορυφή»].