κολόκυμα

Revision as of 02:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, large heavy wave before it breaks, swell that is the forerunner of a storm: metaph., of the swelling threats of Cleon, Ar.Eq.692 (expld. as κόλον κῦμα, Sch.ad loc.; τυφλὸν κῦμα, Hsch.; κωφὸν κῦμα, Suid.).

German (Pape)

[Seite 1474] τό, eine große, sich still u. langsam an das Ufer heranwälzende Woge, wie sie bes. dem Sturm vorangehen u. sein Nahen verkündigen; übertr., von Kleons leeren Drohworten, Ar. Equ. 692; die Alten erkl. κολοβόν, κωφὸν κῦμα.

Greek (Liddell-Scott)

κολόκῡμα: τό, μέγα καὶ βαρὺ κῦμα πρὶν θραυσθῇ (κόλον κῦμα κατὰ τοὺς Γραμμ.)· ἡ «φουσκοθαλασσιὰ» ἥτις προηγεῖται τῆς τρικυμίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 692, ― ἔνθα κεῖται ἐπὶ τῶν κομπαστικῶν ἀπειλῶν τοῦ Κλέωνος· ― πρβλ. σκώληξ ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vague allongée, longue lame, signe de tempête.
Étymologie: κόλος, κῦμα.

Greek Monolingual

το (Α κολόκυμα)
η φουσκοθαλασσιά που προηγείται της τρικυμίας («ὠθῶν κολόκυμα καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κόλον «κοντό, βραχύ» + κῦμα. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον Κλέωνα σκωπτικά με υπαινιγμό στη σημ. «έντερο» του α' συνθετικού κόλον.

Greek Monotonic

κολόκῡμα: -ατος, τό, μεγάλο κύμα πριν σπάσει (κόλον κῦμα), η φουσκοθαλασσιά που προηγείται της καταιγίδας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κολόκῡμα: ατος τό досл. «безмолвная» волна (во время затишья, перед грозой), перен. надвигающаяся гроза, угроза Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολόκυμα -ατος, τό [κόλος, κῦμα] deining.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: large heavy wall, before it breaks, of the threats of Cleon, only Ar. Eq. 692,
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: already in antiquity explained in different ways: κόλον κῦμα (sch. ad loc.), τυφλὸν or μακρὸν κῦμα (H.), κωφὸν κῦμα καὶ μη ἐπικαχλάζον (Suid.). S. Taillardat, Images $ 343. A determinative compound with attributive first member would however surprise. The word is rather a painful momentay creation referring to κόλον bowels; speaking is the ἀλλαντοπώλης.

Middle Liddell

κολόκῡμα, ατος, τό,
a large heavy wave before it breaks (κόλον κῦμἀ, the swell that foreruns a storm, Ar.

Frisk Etymology German

κολόκυμα: nur Ar. Eq. 692,
{kolókuma}
Meaning: vom Wortschwall des Kleon,
Etymology: schon von den Alten verschieden erklärt: κόλον κῦμα (Sch. ad loc.), τυφλὸν oder μακρὸν κῦμα (H.), κωφὸν κῦμα καὶ μὴ ἐπικαχλάζον (Suid.). Ein Determinativkompositum mit attributivem Vorderglied wäre indessen auffallend. Das Wort ist vielmehr eine scherzhafte Gelegenheitsbildung mit Anspielung auf κόλον Darm; es spricht eben der ἀλλαντοπώλης.
Page 1,901-902