λεπτοσύνη

Revision as of 02:59, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, = λεπτότης, AP11.110 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 31] ἡ, poet. = λεπτότης, Nicarch. 16 (XI, 110).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοσύνη: ἡ = λεπτότης, Ἀνθ. Π. 11. 110.

Greek Monolingual

(I)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptosyne < νεολατ. leptosyne (< λεπτοσύνη)].
(II)
λεπτοσύνη, ἡ (ΑM) λεπτός
λεπτότητα.

Greek Monotonic

λεπτοσύνη: ἡ, = λεπτότης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λεπτοσύνη: (ῠ) ἡ Anth. = λεπτότης.

Middle Liddell

λεπτοσύνη, ἡ, = λεπτότης, Anth.]