νευροποιητικός
English (LSJ)
ή, όν, making sinews, Gal.Nat.Fac.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
νευροποιητικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν νεῦρα, Γαλην. 5. 12.
Greek Monolingual
νευροποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που δημιουργεί νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + ποιῶ].
ή, όν, making sinews, Gal.Nat.Fac.1.6.
νευροποιητικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν νεῦρα, Γαλην. 5. 12.
νευροποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που δημιουργεί νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + ποιῶ].