πολίτης
English (LSJ)
ου, ὁ, Ion. πολιήτης (q.v.),
A citizen, freeman, Il.15.558,22.429, Od.7.131, Pi.O.5.16, etc.; π. ἀγαθός Th.3.42, Pl.Grg.517c; κακός E.Ba.271; πόλεως, πόλεων π., Antipho 5.78, And.1.5; ὦ γᾶς πατρίας πολῖται S.Ant.806 (lyr.); π. ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Arist.Pol.1275a22. 2 fellow-citizen (cf. πολιήτης), Sapph.Supp.1.14, etc.; Κάδμου π. A.Th. 1; Ἀθηναίων π. And.1.139; ὑμῶν Lys.20.12; σός Pl.Prt.339e: and by a Com. metaph., οἴνου π. ὢν κρατίστου Amphis 36. II Adj. belonging to, connected with one's city or country, θεοὶ πολῖται, = πολιοῦχοι, A.Th.253; π. δῆμος, = ὁ τῆς πόλεως, Ar.Ec.574.