ἀναπορεύομαι

Revision as of 10:14, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

proceed up-stream, D.C.75.9.

German (Pape)

[Seite 203] dep pass., hinaufmarschiren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπορεύομαι: ἀποθ., πορεύομαι πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός, «καὶ οἱ μὲν αὐτῷ τῶν στρατιωτῶν πεζῇ ἄνω παρὰ τὸν Τίγριν, οἱ δὲ καὶ ἐπὶ πλοίων ἀνεπορεύθησαν» Δίων Κ. 75. 9.

Spanish (DGE)

1 ir río arriba πεζῇ ... ἐκ τῆς πόλεως PTeb.5.28 (II a.C.), ἐπὶ πλοίων D.C.75.9.5.
2 salir hacia arriba prob. del pus al apretar la carne πολλὴ ἀκαθαρσία ἀναπορεύεται καὶ λεύκη glos. a ψόμμος ... ὀ{ν}στείχει Alc.306.1.2.3.

Greek Monolingual

ἀναπορεύομαι (Α) πορεύομαι
προχωρώ προς τα επάνω ή προς τα εμπρός.