ἀνταπαμείβομαι

Revision as of 10:16, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Med., obey in turn, ῥήτραις Tyrt.4.6.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen erwiedern, Tyrt. 8, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταπᾰμείβομαι: μέσ., ὑπακούω ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, μ. δοτ. ἔπειτα δὲ δημότας ἄνδρας εὐθείας ῥήτραις ἀνταπαμειβομένους Τυρταῖ. 4 (2), 6.

French (Bailly abrégé)

rendre la pareille ; LSJ obéir à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀπαμείβομαι.

Spanish (DGE)

(ἀνταπᾰμείβομαι)
responder a su vez c. instrum. εὐθείαις ῥήτραις con decretos justos Tyrt.3.8, c. ac. Ἐρατὼ δ' ἀνταπάμειπτο τάδε respondió a Erato lo que sigue Call. en PAnt.113.1(a).10.

Greek Monolingual

ἀνταπαμείβομαι (Α)
ανταποκρίνομαι, υπακούω κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀνταπᾰμείβομαι: μέλ. -ψομαι, Μέσ., υπακούω με τη σειρά μου, τινί, σε Τυρτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταπαμείβομαι: отвечать тем же, т. е. в свою очередь повиноваться (ῥήτραις Tyrtaeus ap. Plut.).

Middle Liddell


Mid. to obey in turn, τινι Tyrtae.