κουβούκλιο

Revision as of 10:23, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῖον, Μ κουβούκλιον και κουβοῦκλιν και κουβικούλιον)
κοιτώνας, ιδίως βασιλιά, συνήθως με θολωτή στέγη
νεοελλ.
1. κάθε μικρός θόλος που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες
2. φρ. «το κουβούκλιο του Επιταφίου» — το θολωτό ιερό κενοτάφιο στο οποίο εναποτίθεται κατά τη Μ. Παρασκευή και περιφέρεται η οθόνη του Επιταφίου
νεοελλ.-μσν.
κιβώτιο
μσν.
κλουβί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubiculum «θάλαμος» (< λατ. ρ. cubo «κοιμάμαι») με αφομοίωση του -ι- σε -ου- και συγκοπή του -κ-].