αἰολόμορφος
English (LSJ)
ον, of changeful form, Orph.H.4.7, etc.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολόμορφος: -ον, ὁ ποικιλόμορφος, Ὀρφ. Ὕ. 3.7., κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
que cambia de forma Οὐρανός Orph.H.4.7, βίος Nonn.D.24.325.
ον, of changeful form, Orph.H.4.7, etc.
αἰολόμορφος: -ον, ὁ ποικιλόμορφος, Ὀρφ. Ὕ. 3.7., κτλ.
-ον
que cambia de forma Οὐρανός Orph.H.4.7, βίος Nonn.D.24.325.