εἰκοτολογία

Revision as of 10:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, probability or inference therefrom, likely explanation, probable conjecture Archyt. ap. Stob.1.41.5, Phld.Rh. 1.80 S., Str.13.3.1, Iamb.VP18.86 (pl.), Herm. in Phdr. p.74 A. (pl.), Simp.in Ph.18.30.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοτολογία: ἡ, πιθανολογία, πιθανὴ εἰκασία, Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 724, Στράβων 620.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
conjetura, probabilidad op. ἐπιστήμηconocimiento’ εἰ. καὶ σ[το] χασμός Phld.Rh.2.137Aur., αἰτιολογίαι δὲ καὶ εἰκοτολογίαι Ps.Archyt.Pyth.Hell.37.1, αἱ δὲ προστιθέμεναι εἰκοτολογίαι περὶ τῶν τοιούτων οὐκ εἰσὶ Πυθαγορικαί Iambl.VP 82 (= Pythag.C 4.86), καλῶς ὁ Πλάτων τὴν φυσιολογίαν εἰκοτολογίαν ἔλεγεν εἶναι con razón decía Platón que la fisiología era pura hipótesis Simp.in Ph.18.30, cf. Str.13.3.1, Syrian.in Metaph.5.5, Eust.729.20, op. ἀλήθεια Procl.in Ti.1.339.1, op. τὸ ἀνέλεγκτον καὶ ἄπταιστον Procl.in Ti.1.348.26.

Greek Monolingual

η (Α εἰκοτολογία)
η διατύπωση μιας άποψης κατά συμπερασμό, χωρίς βεβαιότητα.