ταξιαρχέω
English (LSJ)
to be a taxiarch, command the contingent (τάξις) supplied by an Athenian φυλή, ταξιαρχῶν καὶ τὴν ἑαυτοῦ φυλὴν ἔχων Th. 8.92, cf. Ar.Pax444, Lys.13.7, D.39.17, Arist.Pol.1277b11, IG22.956.49; ἐὰν ἡμῶν τις -αρχῇ ἢ λοχαγῇ σοι X.Mem.3.1.5.
German (Pape)
[Seite 1068] ein Taxiarch sein; Ar. Pax 436; Thuc. 8, 92; Lys. 13, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ταξιαρχέω: εἶμαι ταξίαρχος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 444, Θουκ. 8. 92, Λυσί 130. 21, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 14· τ. τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
commander une compagnie, un bataillon.
Étymologie: ταξίαρχος.
Greek Monotonic
ταξιαρχέω: μέλ. ταξιαρχήσω, είμαι ταξίαρχος, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ταξιαρχέω: быть таксиархом Thuc., Arph., Xen., Arst.
Middle Liddell
ταξιαρχέω, fut. -ήσω
to be a taxiarch, Ar., Thuc., etc. [from ταξιάρχης