τρίχροος
English (LSJ)
ον, contr. τρίχρους, ουν, of three colours, Plin.HN37.183 (trichrus).
Greek (Liddell-Scott)
τρίχροος: -ον, συνῃρ. -ους, ουν, ὁ ἔχων τρία χρώματα, Plin. N. H. 37. 10.
ον, contr. τρίχρους, ουν, of three colours, Plin.HN37.183 (trichrus).
τρίχροος: -ον, συνῃρ. -ους, ουν, ὁ ἔχων τρία χρώματα, Plin. N. H. 37. 10.