ἀπόβρασμα

Revision as of 10:48, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, that which is thrown off, Alex.Trall.Febr. 6; scum, Hsch.; chaff, Id., Suid.

German (Pape)

[Seite 298] τό, Schaum, Auswurf, Nach VLL. Kleie, τὰ σκύβαλα τῶν πυρῶν od. τὰ πίτυρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβρασμα: το, τὸ ἀπορριπτόμενον κατὰ τὴν βράσιν, ἀφρὸς κάχλασμα· Ἡσύχ., «ἀποβράσματα τὰ πίτυρα» Σουΐδ., «ἀποβράσματα, σκύβαλα πυρῶν» Ἐτυμ. π. Μ. 9. 103.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 desperdicio, heces τῶν ἀποβρασμάτων λέβης Alex.Trall.1.405.22
cascabillo Hsch.s.u. ἀποβράσματα, cf. Sud.
2 borboteo del agua, Hsch.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόβρασμα)
με μειωτική σημασία) αυτός που ανήκει στον υπόκοσμο, κάθαρμα
αρχ.-μσν.
αφέψημα, εκχύλισμα.