ἀπόκλεισμα
English (LSJ)
ατος, τό, guard-house, LXX Je.36(29).26.
German (Pape)
[Seite 307] τό, der Verschluß, Verhaft, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκλεισμα: τό, φυλακεῖον, Ἑβδ.· οὕτω καὶ ἀποκλεισμός, οῦ, ὁ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 7, 20. Ἀκύλας,Ψαλμ. ρμα΄, 8.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
cepo δώσεις αὐτὸν εἰς τὸ ἀπόκλεισμα LXX Ie.36.26, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀπόκλεισμα, το (AM)
το χαράκωμα
μσν.
η πολιορκία.