ἀστοργία

Revision as of 10:51, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, want of natural affection, Antipho Fr.73, Men.522, D.H.3.18.

German (Pape)

[Seite 376] ἡ, Lieblosigkeit, Men. Stob. 16, 10; Dion. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστοργία: ἦ, ἔλλειψις φυσικῆς στοργῆς, Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 5, Διον. Ἁλ. 3. 18.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de afecto, insensibilidad ἀστοργίαν ... καὶ σκληρότητα ... ἐμφανίζοντες Heraclid.Pont.163.25, ἀστοργίαν ἔχει τιν' ὁ σκληρὸς βίος Men.Fr.455, cf. Antipho Fr.73, D.H.3.18.

Greek Monolingual

η (AM ἀστοργία) άστοργος
η έλλειψη στοργής.

Russian (Dvoretsky)

ἀστοργία:отсутствие привязанностей, черствость Men.