ἰπνίτης
English (LSJ)
[ῑτ], ου, ὁ, baked in the oven, οἱ ἰ. ἄρτοι Hp.Vict.2.42, Polem.Hist.86, IG5 (1).363.18 (Sparta, i A.D.: written -είταν): without ἄρτος, Timocl. 33; ἰ. φθοΐς AP6.299 (Phan., sed leg. -ευτής).
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, im Ofen gebacken; ἄρτος Hippocr.; Timocl. Ath. III, 109 c u. A.; φθοΐς Rhian. 5 (VI, 299).
Greek (Liddell-Scott)
ἰπνίτης: ῑ, ου, ὁ ὀπτηθεὶς ἐν κλιβάνῳ, «ψημένος ’ς τὸν φοῦρνον», οἱ ἰπν. ἄρτοι Ἱππ. 356. 13· καὶ ἄνευ τοῦ ἄρτος, θερμῶν ἰπνιτῶν ἤσθιον Τιμοκλ. ἐν «Ψευδολῃσταῖς» 1· ἰπν. φθοΐς Ἀνθ. Π. 6. 299.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
cuit au four.
Étymologie: ἰπνός.
Greek Monolingual
ἰπνίτης, ὁ (Α) ιπνός
ο ψημένος στον φούρνο («ἰπνῑται ἄρτοι», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
ἰπνίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἰπνός), ψημένος σε φούρνο, σε Ανθ.