Ἰασώ

Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Ion. Ἰησώ, όος, contr. οῦς, ἡ, voc. Ἰασοῖ, (ἰάομαι) Iaso, the goddess of healing and health, Ar.Pl.701,Fr.21, Herod.4.6, Paus.1.34.3.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰᾱσώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, κλητ. Ἰασοῖ, (ἰάομαι) θεὰ τῆς ἰάσεως καὶ τῆς ὑγιείας, Ἀριστοφ. Πλ. 701, Ἀποσπ. 83, Παυσ. 1. 34, 3.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Iasô, déesse de la santé.
Étymologie: ἰάομαι.

Greek Monolingual

Ἰασώ, -οῦς, ιων. τ. Ἰησώ, ἡ (Α) [[ιάομαι- ώμαι]]
θεά της ίασης και της υγείας («Ἰασώ μὲν... ὑπηρυθρίασε», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

Ἰᾱσώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, κλητ. Ἰασοῖ (ἰάομαι), η Ιασώ, θεότητα της ιάσεως και της υγείας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Ἰᾱσώ: οῦς (ῐ) ἡ Иасо (дочь Асклепия или Амфиарая, сестра Гигиеи, богиня исцеления) Arph.

Middle Liddell

ἰάομαι
Iaso, the goddess of healing, Ar.