ὀνειδείη
English (LSJ)
ἡ, poet. for ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε Nic. Al.408.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδείη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ὄνειδος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 12.
Greek Monolingual
ὀνειδείη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) όνειδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το επίθ. ὀνείδειος (πρβλ. ελεγχείη: έλεγχος)].
Russian (Dvoretsky)
ὀνειδείη: ἡ ион. = ὄνειδος.