ὑψηλόφωνος

Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, with high or loud voice, Sch.rec.S.El.243.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ἢ ἠχηρὰν φωνήν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἡλ. 243.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψηλόφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει υψηλή, δηλαδή ισχυρή, φωνή.
επίρρ...
υψηλοφώνως και υψηλόφωνα Ν
με δυνατή φωνή, μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].