ὠκύμολος

Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, quick-going, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύμολος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ- (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτό-μολος].