βέλος
English (LSJ)
εος, τό, A missile, esp. arrow, dart, freq. in Hom.; of the piece of rock hurled by the Cyclops, τόντονδε βαλὼν β. Od.9.495; of an ox's leg thrown by one of the suitors at Ulysses, 20.305; of a stool, 17.464; ὑπὲκ βελέων out of the reach of darts, out of shot, Il.4.465; ἐκ βελέων 11.163; ἔξω βελῶν X.Cyr.3.3.69, etc.; ἔξω βέλους Arr.An. 2.27.1, Luc.Hist.Conscr.4; opp. ἐντὸς βέλους, D.S.20.6, Arr.An. 1.2.5; εἴσω βέλους παρελθεῖν ib.1.6.8. 2 used of any weapon, as a sword, Ar.Ach.345, cf. S.Aj.658; an axe, E.El.1159; the sting of a scorpion, A.Fr.169; of the gad-fly, Id.Supp.556. 3 ἀγανὰ βέλεα of Apollo, Il.24.759, Od.3.280, and of Artemis, ib.5.124, denote sudden, easy death of men and women respectively; βέλος ὀξύ, of Ilithyia, pangs of childbirth, Il.11.269, cf. Theoc.27.29. 4 after Hom. of anything swift-darting, Διὸς βέλη the bolts of Zeus, lightnings, Pi.N.10.8, cf. Hdt.4.79, etc.; Ζηνὸς ἄγρυπνον βέλος A.Pr.360; πύρπνουν βέλος ib.917; βέλεσι πυρπνόου ζάλης, of a storm, ib.373; πάγων δύσομβρα β. S.Ant.358: metaph., ὀμμάτων βέλος = glance of the eye, A.Ag. 742; φίλοικτον βέλος = a piteous glance, ib. 241 (lyr.); ἱμέρου βέλος = the shaft of love, Id.Pr.649; θυμοῦ βέλη S.OT893 (s.v.l.); of arguments, πᾶν τετόξευται β. A.Eu.679, cf. Pl.Phlb.23b; β. τὰ ἀπὸ τοῦ στόματος, of invective, Lib.Or.51.8; of mental anguish or fear, ἄτλατον βέλος Pi.N. 1.48 (v.l. δέος) ὁ φθόνος αὐτὸς ἑαυτὸν ἑοῖς βελέεσσι δαμάζει AP10.111. 5 engine of war, Ph.Bel.82.8: pl., artillery, ib.97.10. (Cf. βάλλω, Lith. gélti 'sting', gēla 'sharp pain', OHG. quelan 'feel sharp pain'. Root gu̯el- 'pierce', cf. δέλλιθες.)
German (Pape)
[Seite 441] (βαλεῖν, Umlaut ε für ᾰ), τό, Wurfgeschoß, πᾶν τὸ βαλλόμενον; Hom. Iliad 11. 657 ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται; 11, 380 βέβληαι, οὐδ' ἅλιον βέλος ἔκφυγεν; 12, 458 ἐρεισάμενος βάλε μέσσας, εὖ διαβάς, ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη; Odyss. 16, 277 ἤν περ καὶ διὰ δῶμα ποδῶν ἕλκωσι θύραζε ἢ βέλεσιν βάλλωσι; Odyss. 20, 305 οὐκ ἔβαλες τὸν ξεῖνον· ἀλεύατο γὰρ βέλος αὐτός; 9, 495 πόντονδε βαλὼν βέλος; öfters Pfeile, geschleuderte Lanzen, Wurfspieße; Odyss. 17, 464 ist βέλος ein geschleuderter Schemel, 20, 305 ein geschleuderter Ochsenfuß, 9, 495 ein geschleuderter Felsblock, Iliad. 12, 458 ein geschleuderter Stein, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι πᾶν τὸ βαλλόμενον βέλος λέγει, καὶ νῦν τὸν λίθον; Apollon. Lex. Homer. p. 51, 8 βέλος πᾶν τὸ βαλλόμενον, κἂν λίθος εἴη· »ὡς καὶ νῦν πόντοιο δὲ βαλὼν βέλοσἤγαγε νῆα (Od. 9, 495)«. Homerisch Xen. An. 5, 2, 14 καὶ τὰ βέλη ὁμοῦ ἐφέρετο, λόγχαι, τοξεύματα, σφενδόναι καὶ πλεῖστοι δ' ἐκ τῶν χειρῶν λίθοι· ἦσαν δὲ οἳ καὶ πῦρ προσέφερον. Ὑπὸ δὲ τοῦ πλήθους τῶν βελῶν ἔλιπον οἱ πολέμιοι τά τε σταυρώματα καὶ τὰς τύρσεις. Bei Sp. auch alle von Wurfmaschinen geschleuderten Geschosse. Hom. Iliad. 4, 465 ἕλκε δ' ὑπὲκ βελέων, aus dem Bereich der Geschosse; 11, 163 Έκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεὺς ἔκ τε κονίης ἔκ τ' ἀνδροκτασίης ἔκ θ' αἵματος ἔκ τε κυδοιμοῦ; ἔξω βελῶν Xen. Cyr. 3, 3, 69; ἐκτὸς βέλους Luc. Qu. Hist. 4; ἐντὸς βέλους Pol. 8, 7. – Unhomerisch, katachrestisch = das Schwert, Soph. Ai. 658; ὀξύθηκτον Eur. El. 1159; Ar. Ach. 345. – Διὸς βέλεα, die Blitze, Pind. N. 10, 8; πυρπάλαμον β. Ol. 11, 84; öfter; Ζηνὸς ἄγρυπνον Aesch. Prom. 358; πυρπνόον 919; κεραυνοῦ 435; Soph., z. B. Tr. 1087; Eur.; Ar. Av. 1712; vom Sturm Aesch. Prom. 371; βέλος ἐνέσκηψε θεός Her. 4, 79. – Übertragen, von Geburtswehen, Hom. Iliad. 11, 269 ὡς δ' ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι εἰλεί θυιαι; Theocrit. 27, 27 ὠδίνειν τρομέω· χαλεπὸν βέλος Εἰλειθυίας; vgl. Opp. H. 1, 591. Vom Tode, Zenodots Lesart Iliad. 11, 451 φθῆ σε βέλος θανάτοιο κιχήμενον, οὐδ' ὑπάλυξας, Aristarch τέλος θανάτοιο; vgl. 11, 439 γνῶ δ' Ὀδυσεὺς ὅ οἱ οὔ τι τέλος κατακαίριον ἦλθεν, wo Zenodot ebenfalls βέλος las, s. Scholl. Aristonic. und Didym. zu beiden Stellen. Ferner übertragen von allem, was einen plötzlichen Ein druck, bes. einen schmerzhaften auf das Gemüth macht, ἄτλατον β. ἔπληξε γυναῖκας Pind. N. 1, 48; ἱμέρου Aesch. Prom. 652; φίλοικτον Ag. 232; μαλθακὸν ὀμμάτων 722; von verwundenden Worten, Eum. 646; Plat. Phil. 23 b Conv. 219 b. – Ein Paar Stellen sind im Hom., wo Aristarch βέλος = Wu nde nahm: Iliad. 8, 513 ἀλλ' ὥς τις τούτων γε βέλος καὶ οἴκοθι πέσσῃ, βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ ὀξυόεντι, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι βέλος εἴρηκε τὸ τρῶμα ὁμωνύμως τῷ τιτρώσκοντι; 14, 439 βέλος δ' ἔτι θυμὸν ἐδάμνα, Scholl. Aristonic. ὅτι βέλος τὸν βεβλημένον τόπον. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 70. Bei Aristaenet. βέλος καρδίας.
Greek (Liddell-Scott)
βέλος: -εος, τό, (βάλλω) πᾶν τὸ βαλλόμενον, βλῆμα, ἰδίως βέλος, ἀκόντιον, κεραυνός· συχν. παρ’ Ὁμ.· ἐπὶ τοῦ τεμαχίου βράχου ὅπερ οἱ Κύκλωπες ἐξεσφενδόνησαν, πόντονδε βαλὼν βέλος Ὀδ. Ι. 495· ἐπὶ τοῦ βοείου ποδός, τὸν ὁποῖον εἷς τῶν μνηστήρων ἔρριψε κατά τοῦ Ὀδυσσέως, Υ. 305, πρβλ. Π. 464· (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Θ. 513, ἴδε πέσσω ἐν τέλει)· ὑπὲκ βελέων, ἔξω τῆς προσβολῆς τῶν βελῶν, Ἰλ. Δ. 465· ἐκ βελέων Λ. 163· οὕτω, ἔξω βελῶν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 69, κτλ.· ἔξω βέλους Ἀρρ. Ἀν. 2. 27, 1· ἀντίθ. τῷ ἐντός βέλους, Διόδ. 20. 6, Ἀρρ. Ἀν. 1. 2, 5· εἴσω β. ὁ αὐτ. 1. 6, 8· - β. ἰθύνειν, ἰάπτειν, σκήπτειν, κτλ., ἴδε ἐν λέξει. 2) ὡς τὸ ἔγχος, ἐν χρήσει ἐπὶ παντὸς ὅπλου, οἷον ἐπὶ ξίφους, Ἀριστοφ. Ἀχ. 345, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 658· ἐπὶ πελέκεως, Εὐρ. Ἠλ. 1159· ἔτι καὶ ἐπὶ τοῦ κέντρου σκορπίου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, πρβλ. Ἱκέτ. 556. 3) τὰ ἀγανὰ βέλεα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε δηλοῦσι τὸν αἰφνίδιον καὶ εὔκολον θάνατον τῶν ἀνδρῶν ἢ τῶν γυναικῶν κατὰ τὸν προσβάλλοντα θεὸν ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Λ. 269, τὸ βέλος ὀξὺ τῆς Εἰλειθυίας εἶναι αἱ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ· πρβλ. Θεόκρ. 27. 28. 4) μεθ’ Ὅμηρ. ἐπὶ παντὸς ταχέως πλήττοντος ἢ ἀκαριαίως ἐξακοντιζομένου, Διός βέλη, οἱ κευρανοὶ αὐτοῦ, Πίνδ. Ν. 10.15, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 79, κτλ.· Ζηνὸς ἄγρυπνον β. Αἰσχύλ. Πρ. 371· πύρπνουν β. αὐτόθι 917· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, ἐπὶ τρικυμίας, αὐτόθι 371· βέλη πάγων, οἱ διαπερῶντες πάγοι, οἱ διατρυπῶντες, Σοφ. Ἀντ. 358· - μεταφ., ὀμμάτων βέλος, τὸ βλέμμα τοῦ ὀφθαλμοῦ, «ἡ ματιά», Αἰσχύλ. Ἀγ. 742· φίλοικτον βέλος, ἐλεῆμον βλέμμα, αὐτόθι 240· ἱμέρου βέλος, τοῦ ἔρωτος, ὁ αὐτ. Πρ. 649· θυμοῦ βέλη Σοφ. Ο. Τ. 893· ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, πᾶν τετόξευται βέλος Αἰσχύλ. Εὐμ. 679, πρβλ. Πλάτ. Φιλ. 23Β· ὡσαύτως ἐπὶ ψυχικῶν πόνων, ἐπὶ τῆς ἐκ τοῦ φόβου ἀγωνίας, ἄτλατον β. Πίνδ. Ν. 1. 71· ὁ φθόνος αὐτὸς ἑαυτὸν ἑοῖς βελέεσσι δαμάζει Συλλ. Ἐπιγρ. 1935.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. toute arme de trait ou de jet, projectile, particul.
1 javelot ; ὑπὲκ βελέων IL, ἐκ βελέων IL, ἔξω βελῶν XÉN, ἔξω βέλους LUC hors de la portée du trait;
2 quartier de roc;
3 traits de la foudre, au sg.
4 tout projectile, toute chose lancée ou qui atteint en tombant ; δύσομβρα βέλη SOPH atteintes importunes de la pluie;
II. p. ext. ;
1 épée;
2 c. βελόνη;
3 flèches ou traits (d'Apollon pour les hommes, d'Artémis pour les femmes) qui procurent une mort douce et soudaine;
4 p. anal. en parl. de tout ce qui cause une douleur vive et aiguë (douleur causée par un mot ; douleurs de l'enfantement ; souffrance causée par le froid);
5 fig. en parl. de tout ce qui blesse ou atteint le cœur ou l'esprit ; particul. traits de l'amour ; en parl. d'arguments dans une discussion.
Étymologie: R. Βαλ, lancer ; v. βάλλω.
English (Autenrieth)
εος (βάλλω): missile, shot; anything thrown, whether a shaft (arrow or dart), a stone, or the footstool hurled at Odysseus in Od. 17.464; of the effects of a shot, Il. 8.513; βέλος ὀξύ, sharp ‘pang,’ Il. 11.269; ἐκ βελέων, out of ‘range.’
English (Slater)
βέλος (βέλος, nom., acc.: βέλη, -έων, -εσι(ν), -εσσιν v.l., -εα)
a arrow, shaft βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός (O. 10.80) “καὶ μὰν Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” (P. 4.90) “ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” (P. 4.162) Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα Πάριος ἐκ βελέων δαιχθείς (P. 6.33) βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (N. 1.68) γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν Οἰκλείδαν (N. 10.8) ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ (I. 8.34) ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι ἱπποδάμων Δαναῶν βέλεσι πρόσφορον fr. 183.
b met.,
I of poetry, ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει (O. 1.112) πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν (O. 2.83) ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος τοιοῖσδε βέλεσσιν (μέλεσσι(ν) v.l.) (O. 9.8) παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν (O. 13.95)
II of love, πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων Κυπρογένεια (P. 4.213)
III of avarice, χρυσέων βελέων ἔντι τραυματίαι fr. 223.
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Morfología: [át. sin contr.; ép. plu. dat. βέλεσσιν Il.13.555, βελέεσσιν Il.16.108]
1 arma arrojadiza, dardo
a) concr. ἀμφοτέρων βέλε' ἥπτετο, πῖπτε δὲ λαός Il.8.67, cf. 5.316, Hes.Th.684, Alc.140.9, δυσμενέων βέλεα Mimn.13.8, B.5.132, Pi.P.6.33, 4.162, λογχωτὸν β. E.Ba.761, cf. Andr.1132, Th.7.67, Pl.Lg.880a, εἰσακοντίζειν ... τοῖς βέλεσιν Plb.2.30.1, cf. Aen.Tact.32.2, τρία βέλη ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ LXX 2Re.18.14, τὰ βέλη τὰ παρὰ τῶν ἱππέων I.AI 13.95, cf. BI 4.424, Orac.Sib.3.730, Colluth.92, en la fórmula ὑπὲκ βελέων fuera del alcance de los dardos, Il.4.465, 18.232, ἐκ βελέων Il.11.163, 16.781, ἐκτὸς βελέων fuera de tiro Tyrt.7.28, Plb.5.13.10, ἔξω βελῶν X.Cyr.3.3.69, cf. Arr.An.2.27.1, Luc.Hist.Cons.4, ἐντὸς βέλους a tiro Plb.8.5.5, D.S.20.6, εἴσω βέλους παρελθεῖν Arr.An.1.6.8
•estudiadas en cirugía por su correspondencia c. las heridas producidas τῶν τρωσίων καὶ τῶν βελέων ἴσων ἐόντων Hp.VC 2, cf. 3, ἕδρη τοῦ βέλεος marca producida por el arma Hp.VC 7, τὸ σχῆμα τοῦ βέλεος Hp.VC 7, cf. Arist.PA 654b7;
b) fig. de sensaciones o sentimientos, etc.: del dolor agudo o punzante β. ... θυμὸν ἐδάμνα Il.14.439, producido por el parto β. ὀξύ Il.11.269, por la epidemia (νοῦσος) πικρὰ βέλη βελῶν καταπέμπει Artaxerxes en Hp.Ep.1, del amor πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων ... Κυπρογένεια Pi.P.4.213, ἱμέρου β. A.Pr.649, cf. E.Hipp.530, Gr.Nyss.Hom.in Cant.127.8, de la codicia χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι Pi.Fr.223, de la ira θυμοῦ βέλη S.OT 892, cf. Theoc.27.29;
c) del ingenio poético o las palabras καρτερώτατον β. Pi.O.1.112, cf. 2.83, A.Eu.676;
d) de la mirada μαλθακὸν ὀμμάτων β. A.A.742, cf. 240;
e) de venganzas o castigos ματρυιᾶς ἀθέων βελέων Pi.P.4.163, cf. Ar.V.615, esp. enviados por la divinidad, LXX De.32.23, cf. Hom.Clem.16.20, Didym.Ps.37.3, por divinidades infernales, A.Ch.286, por el diablo βέλη πονηροῦ πεπυρωμένα Ep.Eph.6.16, Didym.Ps.37.3.
2 especificado como disparado por arqueros flecha, Il.5.106, 4.185, por Apolo Il.1.51, 382, h.Ven.152, por Ártemis h.Hom.27.6, por Heracles Meropis 2.4, A.A.510, Ch.381, E.HF 1000, por Filoctetes, S.Ph.1299, 1300, τεῖναι ... βέλη S.Ph.198, οἱ τοξόται εἶχόν τε τὰ βέλη Th.3.98, ἀφεὶς ὥσπερ βέλη lanzando (palabras) como flechas Pl.Smp.219b, cf. Lg.962d, Phlb.23b (v. 1 c), β. πεπυρωμένον flecha incendiaria Apollod.2.5.2, I.AI 1.203 (cf. 1 e)
•fig. ἀγανὰ βέλη los suaves dardos de Apolo y Ártemis, euf. de la «muerte dulce» Il.24.759, Od.3.280, 5.124, cf. Sapph.88.27 (dud.).
3 gener. proyectil
a) concr. de piedras βαλὼν β. lanzada por el Cíclope Od.9.495, en la Titanomaquia, Hes.Th.716, Plb.5.4.6
•bala de honda, X.An.3.4.15, de una pata de buey Od.20.305, un taburete Od.17.464, β. γελωτοποιόν de un orinal, A.Fr.180, τοῦτο συμβαίνει ὥσπερ ἐπὶ βελῶν Archyt.B 1;
b) como un género que incluye diferentes armas arrojadizas βέλη ... λόγχαι, τοξεύματα, σφενδόναι, πλεῖστοι δ' ἐκ τῶν χειρῶν λίθοι X.An.5.2.14, τὰ πολλὰ βέλεα παμμιγῆ ... ἦλθε A.Pers.269, τὰ περὶ τὰ βέλη καὶ τὰς μηχανάς Arist.Pol.1331a2
•del rayo πυρπάλαμον β. Pi.O.10.80, cf. N.10.8, I.8.34, A.Pr.358, 371, 917, S.Tr.1087, OC 1515, Hdt.4.79, Ar.Au.1714, de las lluvias torrenciales δύσομβρα φεύγειν βέλη S.Ant.359.
4 arma no arrojadiza ἔγχος τοὐμόν, ἔχθιστον βελῶν S.Ai.658, cf. Tr.884, Ar.Ach.345, de un hacha, E.El.1159, β.· μάχαιρα Hsch.
•de cosas utilizadas como arma: del tirso, E.Ba.25, de animales, del aguijón del tábano, A.Supp.556, del escorpión, A.Fr.169, de la picadura de la víbora, Lyc.500.
English (Abbott-Smith)
βέλος, -εος, τό (< βάλλω), [in LXX chiefly for חֵץ;]
a missile, a dart: Eph 6:16.†
English (Strong)
English (Thayer)
βελεος, τό (βάλλω), a missile, a dart, javelins, arrow: Homer down.)
Greek Monolingual
το (AM βέλος)
1. μικρό και λεπτό ξύλινο ακόντιο, το οποίο εκσφενδονίζεται από το τόξο, με αιχμή από μέταλλο στο ένα άκρο και φτερά στο άλλο, τα οποία διευκολύνουν την ευστάθεια της τροχιάς του
2. οτιδήποτε έχει σχήμα βέλους
3. οτιδήποτε είναι ταχύ και διαπεραστικό σαν βέλος («τα βέλη της συκοφαντίας»)
νεοελλ.
Ι. 1. γραμμ. το σημείο — > ή >, που μπαίνει ανάμεσα σε παράγωγο και παραγόμενη λέξη ή φθόγγο, όπως λ.χ. βαίνω > βατός κ.λπ.
2. αρχιτ. α) πυραμιδοειδές ή κωνικό κατασκεύασμα που δεσπόζει του κωδωνοστασίου
β) ακιδωτό επιστέγασμα κωδωνοστασίου
γ) ύψος τόξου ενός θόλου, που λαμβάνεται κατά τη μέτρηση της καθέτου της χορδής που υψώνεται από το μέσο της χορδής μέχρι το μέσο του τόξου
II. φρ.
1. «εξ οικείων τα βέλη» — για επιθέσεις που προέρχονται από συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον
2. «πάρθιον βέλος» — απροσδόκητη και ύπουλη επίθεση
μσν.
η σάλπιγγα
αρχ.
1. οτιδήποτε μπορεί να εκτοξευθεί εναντίον εχθρού ή αντιπάλου, πέτρα, κεραυνός κ.λπ.-2. οποιαδήποτε αιχμηρό όπλο, ξίφος, πελέκι κ.λπ.
3. η απόσταση που διανύει το βέλος
4. το κεντρί (του σκορπιού, του οίστρου κ.λπ.)
5. πολεμική μηχανή
6. φρ. α) «ἀγανὰ βέλεα»
(του Απόλλωνος ή της Αρτέμιδος) που προκαλούν γρήγορο και ανώδυνο θάνατο
β) «βέλος ὀξύ» — οι πόνοι του τοκετού
γ) «φίλοικτον βέλος» — ματιά γεμάτη οίκτο, ή «ἱμέρου βέλος» — ερωτική ματιά
9. «βέλη τὰ ἀπὸ τοῦ στόματος» — λόγοι ή επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βέλος φέρει την απαθή βαθμίδα βελ- της ρίζας gwel- (πρβλ. βάλλω).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βελοθήκη, βελοποιός
αρχ.
βελοστασία, βελόστασις, βελοσφενδόνη
νεοελλ.
βεληνεκές, βελοεδής, βελοθυρίδα, βελομαντεία
(Β' συνθετικό) εμβελής
αρχ.
ακροβελής, καταβελής, οξυβελής, συμβελής.
Greek Monotonic
βέλος: -εος, τό (βάλλω, όπως το Λατ. jaculum από το jacio),
1. βλήμα, ιδίως σαΐτα, κεραυνός, σε Όμηρ.· λέγεται για το βράχο που τεμαχίστηκε και εκσφενδονίστηκε από τους Κύκλωπες, σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμοποιείται για το πόδι του βοδιού, το οποίο εκτοξεύθηκε από έναν από τους μνηστήρες κατά του Οδυσσέα, στον ίδ.· ὑπὲκβελέων, μακριά από το πεδίο ρίψης των βελών, στο απυρόβλητο, εκτός βεληνεκούς, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ἔξω βελῶν, σε Ξεν.
2. όπως το ἔγχος, χρησιμ. για κάθε είδος όπλου, όπως για σπαθί, ξίφος, σε Αριστοφ.· λέγεται για τσεκούρι, σε Ευρ.
3. τὰ ἀγανὰ βέλεα του Απόλλωνα και της Άρτεμης στον Όμηρ. πάντα δηλώνουν τον αιφνίδιο, εύκολο θάνατο των ανδρών και των γυναικών αντίστοιχα.
4. μετά τον Όμηρ., λέγεται για οτιδήποτε εξακοντίζεται γρήγορα και ακαριαία· Ζηνὸς βέλη, οι κεραυνοί του Δία, σε Αισχύλ.· πύρπνουν βέλος, στον ίδ.· βέλη πάγων, οι πάγοι που διαπερνούν, διατρυπούν, σε Σοφ.· μεταφ., ὀμμάτων βέλος, το βλέμμα του ματιού, σε Αισχύλ.· ἱμέρου βέλος, τα βέλη του έρωτα, στον ίδ.· λέγεται για λογικά επιχειρήματα, πᾶν τετόξευται βέλος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
βέλος: εος τό
1) метательный снаряд (копье, дротик, стрела, каменная глыба и т. п.): ἐκ (ὑπὲκ) βελέων Hom., ἔξω βελῶν Xen., ἐκτος βέλους Luc. вне досягаемости метательных снарядов; ἐντὸς βέλους Diod. в пределах досягаемости снарядов; μαλθακὸν ὀμμάτων β. Aesch. нежный взгляд; β. Εἰλειθυίη Hom., Theocr. родовые муки; δύσομβρα βέλη Soph. грозовые ливни; θυμοῦ βέλη Soph. угрызения совести; β. φίλοικτον Aesch. жалобный взгляд; ἱμέρου βέλει τεθάλφθαι Aesch. возгореться страстью;
2) молния (Διὸς βέλεα Pind.; πυρπνόον Aesch.);
3) меч Soph., Eur., Arph.;
4) жало (σκορπίου Aesch.).
Middle Liddell
βάλλω, as Lat. jaculum from jacio]
1. a missile, esp. an arrow, dart, bolt, Hom.; of the rock hurled by the Cyclops, Od.; of the ox's leg thrown at Ulysses, Od.; ὑπὲκ βελέων out of the reach of darts, out of shot, Il.; so ἔξω βελῶν Xen.
2. like ἔγχος, used of any weapon, as a sword, Ar.: an axe, Eur.
3. the ἀγανὰ βέλεα of Apollo and Artemis in Hom. always denote the sudden, easy death of men and women respectively.
4. after Hom. of anything swift-darting, Ζηνὸς βέλη the bolts of Zeus, thunderbolts, Aesch.; πύρπνουν β. Aesch.; βέλη πάγων the piercing frosts, Soph.:—metaph., ὀμμάτων βέλος the glance of the eye, Aesch.; ἱμέρου βέλος the shaft of love, Aesch.; of arguments, πᾶν τετόξευται βέλος Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βέλος -ους, zonder contr. -εος, τό βάλλω
1. projectiel, werptuig; van een rotsblok; Od. 9.495; κεραυνοῦ... βέλος een bliksemflits Aeschl. Sept. 453; meestal van pijlen of speren; ἐκ βελέων buiten bereik van projectielen Il. 11.163; γυμνοί... πρὸς τὰ τοξεύματα καὶ τἆλλα βέλη onbeschermd tegen de pijlschoten en de andere projectielen Xen. An. 4.3.6; ook overdr..; ἡμῖν... ἤδη πᾶν τετόξευται βέλος wij hebben geen pijlen meer op onze boog (vgl. wij hebben al ons kruit verschoten) Aeschl. Eum. 676; poët. ook overdr. van iets dat je treft als een pijl (pijl)steek, (in)slag:; ἱμέρου βέλος een steek van verlangen Aeschl. PV 649; van een blik; μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος de zachte steek van de ogen Aeschl. Ag. 742; van een pijnscheut. ὅτ’ ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα..., τό τε προϊεῖσι... Εἰλείθυιαι (telkens) wanneer een scherpe pijl een vrouw in barensnood getroffen heeft, afgeschoten door de geboortegodinnen Il. 11.269.
2. uitbr. voor alle soorten wapens (steek)wapen:. ξίφος... ἢ γένυν, ἢ βελέων τι, προπέμψατε geef me een zwaard, of een bijl, of een of ander wapen Soph. Ph. 1205; κατάθου τὸ βέλος leg je wapen (zwaard) neer Aristoph. Ach. 345; τῶν... βελέων ὅ τι... ῥήγνυσι τὸ ὀστέον datgene van de wapens dat het bot breekt Hp. VC 4.5.
Chinese
原文音譯:bšloj 畢羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:投
字義溯源:火箭,鑣,箭,標槍;源自 (βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 箭(1) 弗6:16