δημοτελής
English (LSJ)
ές, (τέλος) A at the public cost, θυσίη Hdt.6.57, cf. Pl.Lg.935b, Plb.6.53.6, CIG3493.7 (Thyatira); ἑορτή Th.2.15, cf. OGI56.41 (iii B. C.); πανάγυριν δαμοτέλην (sic) IG12(2).645.44 (Nesus); δ. ἱερὰ τελεῖν Orac. ap. D.21.53. 2 with public authority, sovereign, ἐκκλησία AJA18.324 (Sardis). Adv. -λῶς Suid. II epithet of Demeter, IG12(7).4.5 (Amorgos).
German (Pape)
[Seite 565] ές, auf Staatskosten, öffentlich; ἱερά, Hesych. εἰς ἃ θύματα δίδωσιν ἡ πολις; Dem. 59, 85, womit Aesch. 1, 21 εἰς τὰ δ. ἱερὰ εἰσιέναι zu vgl.; so θυσία Her. 6, 57; Plat. Legg. XI, 935 b; ἑορτή Thuc. 2, 15; πομπή Luc. Amor. 39; u. a. Sp.; vgl. δημοτικός.
Greek (Liddell-Scott)
δημοτελής: -ές, (τέλος) δι’ ἐξόδων τοῦ δημοσίου, δημόσιος, θυσία Ἡρόδ. 6. 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 3493. 9· ἑορτή Θουκ. 2. 15· δημ. ἱερὰ τελεῖν Δημ. 531. 25· τὰ ἱερὰ τὰ δ., ἀντίθετον τὰ ἰδιωτικά, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 9. ― Ἐπίρρ. -λῶς Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
accompli ou célébré au nom ou aux frais de l'État.
Étymologie: δῆμος, τέλος.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): dór. y eol. δαμ- Sokolowski 3.56.15 (Cleonas VI a.C.), IAdramytteion 34A.44 (IV a.C.)
• Morfología: [ac. -τέλην IAdramytteion l.c.]
I 1público, oficial esp. de celebraciones relig. sufragadas por el estado hιαρόν Sokolowski l.c., cf. Tit.Cam.109.18 (IV a.C.), θυσίη Hdt.6.57, Pl.Lg.935b, Theopomp.Hist.104, Plb.6.53.6, IPrusa 1001.15 (II a.C.), IEphesos 987.19 (I a./d.C.), TAM 5.983.10 (Tiatira II d.C.), Ath.425a, Hld.5.13.1, ἑορτή Th.2.15, cf. OGI 56.41 (III a.C.), I.AI 2.45, Ph.1.28, Charito 1.1.4, D.C.47.7.4, Origenes Cels.8.23, Chrys.M.55.348, ἀγῶνες IG 12(8).2.13 (Lemnos V/IV a.C.), πανήγυρις IAdramytteion l.c., OGI 56.34 (Egipto III a.C.), πομπή Thphr.Fr.103, Luc.Am.39, σύνοδοι Robert, Noms Indigènes 458.26 (Capadocia II a.C.), εὐωχία LXX 3Ma.4.1, σπονδαί Ath.561e, ἑστιάσεις καὶ ἐπιδόσεις IManisa 52.12 (I/II d.C.), ἡμέραι δημοτελεῖς días de fiesta pública, PTor.Choachiti 12.8.16 (II a.C.), δ. ἐκκλησία asamblea pública, Sardis 8.34 (I a.C.)
•de lugares de culto ἱερὰ δημοτελῆ templos para el culto oficial D.59.85, 86, Aeschin.1.21, 183, Hsch.
•de cargos relig. ἱερεῖς δημοτελεῖς sacerdotes oficiales, SEG 36.752.43 (Mitilene IV a.C.), SEG 33.679.13 (Paros II a.C.), ICos ED 82.47 (II a.C.), IC 383.16 (heleníst.), μυστηρίων ἱερουργός Gal.14.212, ἱεροφάντης IEphesos 10.11 (III d.C.).
2 p. ext. de dioses que recibe culto oficial Διόνυσος Orác. en D.21.53 (cód.), IG 12(9).20 (Caristo II d.C.), Δημήτηρ IG 12(7).4.5 (Amorgos IV/III a.C.), Ἀπόλλωνι κα[ὶ] Ἀρτάμ[ιτι θεοῖς δα] μοτελέσιν SEG 9.4.35 (Cirene I a.C.).
II adv. -ῶς públicamente ἡμέρα ... ἣν ἄγουσιν Ἰουδαῖοι δ. Didym.in Zach.3.32, cf. Sud.
Greek Monolingual
δημοτελής, -ές (Α)
αυτός που γίνεται με δαπάνες του δημοσίου ή με τη συμμετοχή του λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -τελής < τέλος, τέλη (πρβλ. α-τελής)].
Greek Monotonic
δημοτελής: -ές (τέλος), αυτός που υλοποιείται με δημόσια δαπάνη, δημόσιος, κοινός, εθνικός, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
δημοτελής: совершаемый на общественные средства, общественный (θυσία Her., Plat., Plut.; ἑορτή Thuc.; ἱερά Aeschin., Dem.; πομπή Luc.; δεῖπνα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοτελής -ές [δῆμος, τέλος] op staatskosten.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
general, public, paid by the public treasury, paid by the public, paid by the state