ἔτος

Revision as of 16:16, 24 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εος, τό, irreg. dat. A ἔτῃ IG2.1059.18:—year, τῶν προτέρων ἐτέων in bygone years, Il.11.691; τόδ' ἐεικοστὸν ἔ. ἐστὶν ἐξ οὗ . . 24.765, cf. Od.2.89, 19.222; ὅτε . . ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔ. ἦλθε 7.261; ἔ. ἐνιαυτῶν, v. ἐνιαυτός; ἑκάστου ἔτους Pl.Phd.58b; ἀν' ἕκαστον ἔ. Thphr.HP4.4.4; ἀνὰ πᾶν ἔ. AP9.430 (Crin.); ἀνὰ πάντα ἔτεα Hdt. 8.65; δι' ἔτους πέμπτου every fifth year, Ar.Pl.584; κατὰ ἔ. every year, Th.4.53, D.S.3.2, Ev.Luc.2.41, etc. (freq. καθ' ἕ., as PPetr.3p.34 (iii B.C.) and later); ἔ. εἰς ἔ. year after year, S.Ant.340 (lyr.); δι' ἔτους annually, Ph.1.19, 378; εἰς ἔ. Theoc.Ep.13.4; εἰς ἔ. ἐξ ἔτεος Id.18.15; ἔ. ἐξ ἔτους LXX Le.25.50; παρὰ ἔ. every other year, Paus.9.32.3 (but πὰρ ϝέτος yearly, Tab.Heracl.1.101); πάλαι πολλὰ ἤδη ἔτη Pl.Ap. 18b; τρίτῳ ἔτει Th.1.101; τρίτῳ ἔτεϊ πρότερον Hdt.6.40; τρίτῳ ἔτεϊ τούτων in the third year after this, ibid., etc.; freq. in acc., ἔ. τόδ' ἤδη δέκατον . . βόσκων now for these ten years, S.Ph.312; τύραννος ἐγεγόνει ἤδη χιλιοστὸν ἔτος Pl.R.615c, cf. D.3.4, 33.23; of a person's age, γεγονὼς ἔτη τρία ἀπολείποντα τῶν ἑκατόν Isoc.12.270; οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες X.Cyr.1.2.4, cf. 13, etc.; without γεγονώς, τοὺς ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη Id.An.5.3.1; οἱ μέχρι τετταράκοντα ἐτῶν ib.6.4.25, etc.: in gen., ἐπειδὰν ἐτῶν ᾖ τις τριάκοντα Pl.Lg.721b; μυρίων ἐτῶν within a period of 10,000 years, Id.Phdr.248e; ὥρα ἔτους, v. ὥρα 1. 2 regnal year, τὸ πέμπτον ἔ. Δομιτιανοῦ POxy.477.8 (ii A.D.). (ϝέτος SIG9.2 (Olympia, vi B.C.), Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B.C.), Inscr.Cypr.135.1 H., Tab.Heracl.l.c.; cf. Lat. vetus.)

German (Pape)

[Seite 1053] τό (eigtl. FΕ' τοσ, vgl. vetus, Plat. Crat. 410 d bringt es mit ἐτάζω in Vrbdg), das Jahr, Hom. u. Folgde überall; δευτέρῳ, τρίτῳ ἔτεϊ τουτέων, im zweiten, dritten Jahre hierauf, Her., z. B. 6, 40; τρίτον ἔτος ἐγένετο, es geschah vor drei Jahren, Dem. 33, 23 u. öfter; vgl. πάλαι πολλὰ ἤδη ἔτη Plat. Apol. 18 b; τα πρότερα ἔτη, die frühere Zeit, Il. 11, 691; ἔτος εἰς ἔτος, von Jahr zu Jahr, Soph. Ant. 340; ἑκάστου ἔτους, jährlich, Plat. Phaed., 58 b u. A.; οὐκ ἐν πολλοῖς ἔτεσι, nach wenigen Jahren, Plat. Pollt. 307 e; πρὸ τῶν Περσικῶν δέκα ἔτεσι πρότερον, zehn Jahre vor den Perserkriegen, Legg. I, 642 d; – ἔτους ὥρα, die geeignete Jahreszeit, Plut. Mar. 14. Vgl. ἐνιαυτός.

Greek (Liddell-Scott)

ἔτος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.): - ἔτος, ὡς καὶ νῦν, τῶν προτέρων ἐτέων Ἰλ. Λ. 691· τόδ’ ἐεικοστὸν ἔτος ἐστίν, ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβην Ω. 765, πρβλ. Ὀδ. Β. 89, Τ. 222· ὅτε δὴ ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθεν Η. 261· ἔτος ἐνιαυτῶν, ἴδε ἐν λέξ. ἐνιαυτός· ἑκάστου ἔτους Πλάτ. Φαίδων 58Β· ἀν’ ἕκαστον ἔτος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 4· ἀνὰ πᾶν ἔτος Ἀνθ. Π. 9. 430· ἀνὰ πέντε ἔτεα, κάθε πέντε ἔτη, Ἡρόδ. 8. 65· δι’ ἔτους πέμπτου, κάθε πέμπτον ἔτος, Ἀριστοφ. Πλ. 584· κατὰ ἔτος, κατ’ ἔτος, Θουκ. 4. 53· κατὰ πᾶν ἔτος Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 1· ἔτος εἰς ἔτος, ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος, Σοφ. Ἀντιγ. 340· εἰς ἔτος Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 13· εἰς ἔτος ἐξ ἔτεος ὁ αὐτ. ἐν Εἰδυλλ. 18. 15· παρὰ ἔτος, κάθε δεύτερον ἔτος, Παυσ. 9. 32, 3· πάλαι πολλὰ ἤδη ἔτη, πρὸ πολλῶν ἤδη ἐτῶν, Πλάτ. Ἀπολ. 18Β· τρίτῳ ἔτει, κατὰ τὸ τρίτον ἢ διὰ τὸ τρίτον ἔτος, Θουκ. 1. 101· τρίτῳ ἔτεϊ πρότερον Ἡρόδ. 6. 40· τρίτῳ ἔτεϊ τουτέων, κατὰ τὸ τρίτον μετὰ ταῦτα ἔτος, αὐτόθι, κτλ.· συχν. κατ’ αἰτ., ἔτος τόδ’ ἤδη δέκατον... βόσκων, τοῦτο εἶναι τὸ δέκατον ἤδη ἔτος ἀφ’ ὅτου, Σοφ. Φ. 312C· τύραννος ἐγεγόνει ἤδη χιλιοστὸν ἔτος, τώρα καὶ χίλια ἔτη, Πλάτ. Πολ. 615C, πρβλ. Δημ. 29. 21., 900. 3· ἐπὶ τῆς ἡλικίας ἀνθρώπου, γεγονὼς ἔτη τρία ἀπολείποντα τῶν ἑκατόν, δηλ. 97 ἐτῶν, Ἰσοκρ. 283C (;)· γεγονὼς ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη Ξεν. Κυρ. 1. 2, 4, πρβλ. 13, κτλ.· καὶ ἄνευ τοῦ γεγονώς, τοὺς ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 3, 1, πρβλ. 6. 4, 25, κτλ.· ὡσαύτως κατὰ γεν., ἐπειδὰν ἐτῶν ᾖ τις τριάκοντα Πλάτ. Νόμ. 721Α· μυρίων ἐτῶν, κατὰ περίοδον 10,000 ἐτῶν, Πλάτ. Φαῖδρ. 284Ε· ὥρα ἔτους, ἴδε ἐν λ. ὥρα Ι. ΙΙ. περὶ τῆς ἀρχικῆς διακρίσεως τοῦ ἐνιαυτός καὶ ἔτος, ἴδε ἐνιαυτός· καὶ περὶ τοῦ τρόπου τοῦ ἐν Ἀθήναις ἐν χρήσει πρὸς ἐξίσωσιν τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους πρὸς τὸ ἡλιακὸν ἴδε ὀκταετηρίς, ἐννεακαιδεκετηρίς. (Ἐκ √ϜΕΤ: μάλιστα εὕρηται γεγραμμένον Ϝέτος ἐν Δωρ. καὶ Αἰολ. Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 11, 1569. 37, 5774. 104· πρβλ. ἀρχ. Σανσκρ. vatsas, vatsaras (ἔτος)· Λατ. vetus: - ἐντεῦθεν παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις ἐτήσιος, τῆτες (σῆτες), νέωτα.)

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
an, année : ἑκάστου ἔτους, κατὰ ἔτος, chaque année ; ἔτος εἰς ἔτος SOPH d’année en année ; ἔτος τόδ’ ἤδη δέκατον SOPH voici la dixième année que ; γεγονὼς ἔτη τρία ἀπολείποντα τῶν ἑκατόν ISOCR âgé de 97 ans ; τοὺς ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη XÉN ceux qui ont dépassé l'âge de quarante ans ; οἱ μέχρι τριάκοντα ἐτῶν XÉN ceux dont l'âge va jusqu’à trente ans.
Étymologie: pour Ϝέτος = lat. vetus.

English (Autenrieth)

εος (ϝέτος, cf. vetus): year. See ἐνιαυτός.

English (Slater)

ἔτος (τό: ἔτεϊ, ἐτέων: ϝετ- (O. 2.93), fr. 133. 2.) year ἑκατόν γε ἐτέων (O. 2.93) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν (N. 11.40) ]τό οἱ ἔτει θανατο[ (Pae. 22.10) ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῷ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2.

English (Strong)

apparently a primary word; a year: year.

English (Thayer)

ἔτους (the genitive plural ἐτῶν, cf. Buttmann, 14 (13)), τό, (from Homer down), Hebrew שָׁנַה, a year: ἔτη ἔχειν, to have passed years, ἐν ἀσθένεια added, Winer's Grammar, § 32,6); εἶναι, γίνεσθαι, γεγονέναι ἐτῶν, e. g. δώδεκα, to be twelve years old (cf. English (a boy) of twelve years): Winer's Grammar, 349 (328)); γεγονυῖα ἔλαττον ἐτῶν ἑξήκοντα, less than sixty years old, Winer's Grammar, 590 (549)); dative plural, of the space of time within which a thing is done (Winer's Grammar, § 31,9a.; Buttmann, § 133,26), How long?: ἀοπ, from ... on, since, ἐκ, A. V. of many years); διά with the genitive, ... years having intervened, i. e. after (see διά, II:2): εἰς, for ... years, ἐπί with the accusative (see ἐπί, C. II. I, p. 235b bottom), for (the space of), μετά with the accusative, after, πρό with the genitive, before (English ago; cf. πρό, b.), κατ' ἔτος, yearly, ἐνιαυτός.)

Greek Monotonic

ἔτος: -εος, τό, χρόνος, χρονιά, σε Όμηρ. κ.λπ.· τῶν προτέρων ἐτέων, των περασμένων, των παρελθόντων, των προηγουμένων χρόνων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἑκάστου ἔτους, κάθε χρόνο, σε Πλάτ.· ἀνὰ πᾶν ἔτος, σε Ανθ.· ἀνὰ πέντε ἔτεα, κάθε πέντε χρόνια, σε Ηρόδ.· δι' ἔτους πέμπτου, κάθε πέμπτο χρόνο, σε Αριστοφ.· κατὰ ἔτος, κάθε χρόνο, σε Θουκ.· ἔτος εἰς ἔτος, από χρόνο σε χρόνο, σε Σοφ.· με αιτ., ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον, αυτό είναι ήδη το δέκατο έτος από τότε που..., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔτος: εος τό год: ἑκάστου ἔτους Plat., κατὰ πᾶν ἔ. Arst., κατὰ ἔ. Thuc., ἀνὰ πᾶν ἔ. Anth. каждый год, ежегодно; ἀνὰ πέντε ἔτεα Her. каждые пять лет; διὰ πέντε ἐτῶν Arst. в течение пяти лет; τρίτῳ ἔτεϊ πρότερον Her. за два года с лишним до этого; τρίτῳ ἔτεϊ τουτέων Her. на третий год после этого; ἔ. εἰς ἔ. Soph., εἰς ἔ. ἐξ ἔτεος Theocr. из года в год; ἔ. τόδ᾽ ἤδη δέκατον Soph. вот уж десятый год; οἱ μέχρι τριάκοντα ἐτῶν Xen. не достигшие тридцати лет; ἐτῶν τριάκοντα Plat. тридцати лет (от роду); γεγονὼς ἔ. πέμπτον καὶ ἑβδομηχοστόν Diog. L. в возрасте семидесяти пяти лет; γεγονὼς ἔτη τρία ἀπολείποντα τῶν ἑκατόν Isocr. достигший девяноста семи лет (от роду); οἱ ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη Xen. (люди) старше сорока лет; μυρίων ἐτῶν Plat. в течение мириады, т. е. десяти тысяч лет.

Frisk Etymological English

2.
Grammatical information: n.
Meaning: year (Il.);
Other forms: dial. Ϝέτος.
Dialectal forms: Myk. we-to (acc.), we-te-i (dat.)
Compounds: Oft as 2. member, e. g. τρι-ετής (τρι-έτης) three-year old (Ion.-Att.) with τριετία space of three years (hell.), τριετίζω be three years old (LXX); also τρι-έτ-ηρος three years old (Call.) with -ηρίς f. every third year (incluve), i. e. all two years returning (ἑορτη; Pi., Ion.-Att.; after the nouns in -ηρός, -ηρίς; Schwyzer 482, Chantraine Formation 346); from it τριετηρικός belonging to a τριετηρίς (late).
Derivatives: ἔτειος jearly, lasting the whole year, one year long (Pi., A.); through hypostasis ἐπέτειος id. (Ion.-Att., of ἐπ' ἔτος; cf. Schwyzer-Debrunner 473); ἐτήσιος id. (Att.; after the adj. in -τήσιος; Schwyzer 466, Chantraine 42) with ἐτησίαι m. pl. wind of the year (Ion.-Att., Arist.); also ἐπετήσιος id. (η 118, Th.); ἐπηετανός, s. v.
Origin: IE [Indo-European] [1175] u̯etos year
Etymology: Old word for year, preserved in several languages. An exact agreement in Alb. vit, pl. (also sg.) vjet year, from IE *u̯etes- (Mann Lang. 26, 383). As 2. member the neutral s-stem is preserved in zero grade in Skt. tri-vats-á- of three years; the full grade is supposed in Messap. atavetes (= αὑτό-ετες, in the same year?; Schwyzer 513 n. 3) and in Hitt. ša-u̯itiš-t- nurseling (prop. t-abstract *"of the same year"?; s. Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre 53 and 130). Beside it Hitt. has a consonant-stem u̯itt- (= u̯et-) year, s. Kronasser 126 A. 20. A rebuilding into an a-stem perhaps in Hier.-Hitt. usa-, Luw. ušša- year (< IE *u̯et-o-?); Kronasser Μνήμης χάριν 1, 201. A semantic problem gives Lat. vetus old, formally = Ϝέτος; for the explanation s. W.-Hofmann s. vetus, and Benveniste Rev. de phil. 74, 124ff. - Old enlargements of the s-stem are found in words for (one-year old) animals: Skt. vats-á- calf, Alb. vic̣ calf (IE *u̯etes-o-), Celt., e. g. Ir. feis swine (< *u̯ets-i-). - On itself stands a Balto-Slavic word for old, Lith. vẽtušas, OCS vetъchъ, IE *u̯etus-o- (here also Lat. vetus?); cf. Ernout-Meillet s. v. (where the Balto-Slavic adjectiv on insufficient grounds is separated from the word for year). - A new name for year in Greek is ἐνιαυτός, s. v. S. also ἔταλον, νέωτα, οἰετέας, πέρυσι, σῆτες. Further s. W.-Hofmann s. vetus.

Middle Liddell

ἔτος, εος,
a year, Hom., etc.; τῶν προτέρων ἐτέων in bygone years, Il.; ἑκάστου ἔτους every year, Plat.; ἀνὰ πᾶν ἔτος Anth.; ἀνὰ πέντε ἔτεα every five years, Hdt.; δι' ἔτους πέμπτου every fifth year, Ar.; κατὰ ἔτος every year, Thuc.; ἔτος εἰς ἔτος year after year, Soph.; in acc., ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον now for these ten years, Soph.

Frisk Etymology German

ἔτος: 2.
{étos}
Forms: dial. ϝέτος, myk. we-to (Akk.), we-te-i (Dat.).
Grammar: n.
Meaning: Jahr (seit Il.);
Composita: Oft als Hinterglied, z. B. τοιετής (τριέτης) dreijährig (ion. att.) mit τριετία Zeitraum von drei Jahren (hell. u. spät), τριετίζω drei Jahre alt sein (LXX); auch τριέτηρος drei Jahre alt (Kall. usw.) mit -ηρίς f. ‘jedes dritte Jahr (einschließlich)’, d. h. alle zwei Jahre wiederkehrend (ἑορτή u. a.; Pi., ion. att.; nach den Nomina auf -ηρός, -ηρίς; Schwyzer 482, Chantraine Formation 346); davon τριετηρικός [[zu einer τριετηρίς gehörend]] (spät).
Derivative: Ableitungen. 1. ἔτειος jährlich, das ganze Jahr dauernd, einjährig (Pi., A., X. usw.); durch Hypostase ἐπέτειος ib. (ion. att., von ἐπ’ ἔτος; vgl. Schwyzer-Debrunner 473) u. a.; 2. ἐτήσιος ib. (att.; nach dem Adj. auf -τήσιος; Schwyzer 466, Chantraine 42) mit ἐτησίαι m. pl. Jahreswinde (ion. att., Arist. usw.); auch ἐπετήσιος ib. (η 118, Th. usw.) u. a.; 3. ἐπηετανός, s. bes.
Etymology: Altes Wort für Jahr, das in mehreren Sprachen durch verschiedene Bildungen und Ableitungen vertreten ist. Eine genaue Entsprechung scheint in alb. vit, pl. (auch sg.) vjet Jahr, aus idg. *u̯etes- vorzuliegen (Mann Lang. 26, 383). Als Hinterglied ist der neutrale s-Stamm in schwundstufiger Form in aind. tri-vats-á- dreijährig erhalten; die Hochstufe wird vermutet in messap. atavetes (= αὐτόετες, im selben Jahre?; Schwyzer 513 A. 3 m. Lit.) und in heth. ša-u̯itiš-t- Säugling (eig. t-Abstraktum *"Gleichjährigkeit"?; s. Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre 53 und 130). Daneben steht im Heth. ein Konsonantstamm u̯itt- (= u̯et-) Jahr, dessen Alter strittig ist, s. Kronasser 126 A. 20. Eine Umbildung in a-Stamm kommt für hier.-heth. usa-, luw. ušša- Jahr (< idg. *u̯et-o-?) in Betracht; Kronasser Μνήμης χάριν 1, 201. Ein semantisches Problem bietet lat. vetus alt, formal = ϝέτος; über die Versuche den Bedeutungswandel zu erklären s. W.-Hofmann s. vetus, dazu Benveniste Rev. de phil. 74, 124ff. — Alte Erweiterungen des s-Stammes liegen in verschiedenen Benennungen von (einjährigen) Tieren vor: aind. vats-á- Kalb, alb. vic̣ Kalb (idg. *u̯etes-o-), kelt., z. B. ir. feis Sau, Schwein (< *u̯ets-i-). — Für sich steht endlich ein >baltisch-slavisches Wort für alt, lit. vẽtušas, aksl. vetъchъ, idg. *u̯etus-o- (so auch lat. vetus?); vgl. indessen Ernout-Meillet s. v., wo das balt.-slavische Adjektiv ohne genügenden Grund vom Wort für Jahr, ἔτος usw., getrennt wird. — Eine neue Benennung des Jahres schuf sich das Griechische in ἐνιαυτός, s. d. S. auch ἔταλον, νέωτα, οἰετέας, πέρυσι, σῆτες. Weitere Einzelheiten bei WP. 1, 251, W.-Hofmann s. vetus.
Page 1,583-584

Chinese

原文音譯:œtoj 誒拖士
詞類次數:名詞(49)
原文字根:年
字義溯源:年*,歲,年歲,年代
同源字:1) (διετής)兩年的時間 2) (διετία)兩年 3) (ἑκατονταετής)一百歲的 4) (ἔτος)年,歲 5) (τεσσαρακονταετής / τεσσερακονταετής)四十年的 6) (τριετία)三年之久
出現次數:總共(49);太(1);可(2);路(15);約(3);徒(11);羅(1);林後(1);加(3);提前(1);來(3);彼後(2);啓(6)
譯字彙編
1) 年(40) 太9:20; 可5:25; 路2:36; 路2:41; 路3:1; 路4:25; 路8:43; 路12:19; 路13:7; 路13:8; 路13:11; 路13:16; 路15:29; 約2:20; 約5:5; 徒7:6; 徒7:30; 徒7:36; 徒7:42; 徒9:33; 徒13:20; 徒13:21; 徒19:10; 徒24:10; 徒24:17; 羅15:23; 林後12:2; 加1:18; 加2:1; 加3:17; 來3:9; 來3:17; 彼後3:8; 彼後3:8; 啓20:2; 啓20:3; 啓20:4; 啓20:5; 啓20:6; 啓20:7;
2) 歲(8) 可5:42; 路2:37; 路2:42; 路3:23; 路8:42; 約8:57; 徒4:22; 提前5:9;
3) 年代(1) 來1:12

Translations

Abkhaz: ашқәс; Adyghe: гъэ, илъэс; Afrikaans: jaar; Akkadian: 𒈬; Aklanon: dag-on; Albanian: vit; Amharic: አመት; Antillean Creole: lanné; Arabic: عَام‎), سَنَة‎); Egyptian Arabic: سنة‎; Hijazi Arabic: سنة‎, عام‎; Aragonese: año, anyo; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܫܹܢ݇ܬܵܐ‎; Classical Syriac: ܫܢܬܐ‎; Jewish Aramaic: שַׁתָּא‎; Armenian: տարի; Aromanian: an; Assamese: বছৰ, চন; Asturian: añu; Avar: сон, лъагӏел; Aymara: mara; Azerbaijani: il; Baluchi: سال‎; Bashkir: йыл; Basque: urte; Belarusian: год, лет, рок; Bengali: সাল, বছর, সন; Big Nambas: pai; Bole: soni; Breton: bloaz, bloavezh; Budukh: сан; Bulgarian: година; Burmese: နှစ်; Buryat: жэл, он; Catalan: any; Cebuano: tuig; Central Dusun: toun; Chamicuro: wata; Chechen: шо; Cherokee: ᏑᏕᏘᏴᏓ; Chichewa: chaka; Chickasaw: afammi; Chinese Cantonese: 年; Dungan: нян; Gan: 年; Hakka: 年, 年; Jin: 年; Mandarin: 年, 年頭, 年头; Min Bei: 年; Min Dong: 年; Min Nan: 年; Wu: 年; Xiang: 年; Chukchi: гивин; Chuvash: ҫул; Cornish: bledhen; Corsican: annu; Crimean Tatar: yıl, sene; Czech: rok; Dalmatian: jan, yan, jain, yain; Danish: år; Dargwa: дус; Dutch: jaar; Eastern Cham: ꨔꨭꩆ, thun; Emilian: an, ân; Erzya: ие; Esperanto: jaro; Estonian: aasta; Etruscan: 𐌀𐌅𐌉𐌋; Even: анҥан; Evenki: анңани; Ewe: eƒe; Extremaduran: añu; Faroese: ár; Finnish: vuosi; French: année, an; Friulian: an; Galician: ano; Gallo: anné; Ge'ez: ዓም; Georgian: წელი, წელიწადი; German: Jahr; Alemannic German: Jahr, Johr; Bavarian: Jåhr; Central Franconian: Jåhr, Johr; Pennsylvania German: Johr; Sathmar Swabian: Johr; Swabian German: Jåhr, Johr; Gothic: 𐌾𐌴𐍂; Greek: χρόνος; Ancient Greek: ἔτος, λυκάβας; Guerrero Amuzgo: chu; Gujarati: વર્ષ; Haitian Creole: lane; Harsusi: senet; Hausa: shekara; Hawaiian: makahiki; Hebrew: שָׁנָה‎; Higaonon: tuig; Hiligaynon: tuig; Hindi: साल, वर्ष, सन, संवत्सर, वत्सर, काल; Hungarian: év; Hunsrik: Joher; Icelandic: ár; Ido: yaro; Indonesian: tahun; Ingrian: vooz; Ingush: шу; Interlingua: anno; Inuktitut: ᐊᕐᕌᒍ; Irish: bliain; Old Irish blíadain; Isnag: daxun; Isthmus Zapotec: iza; Istro-Romanian: ån; Italian: anno; Japanese: 年; Javanese: ꦠꦲꦸꦤ꧀; Kaingang: prỹg; Kalmyk: җил, он; Karakhanid: يِلْ‎; Karelian: vuozi; Kashmiri : ؤری‎; Kashubian: rok; Kazakh: жыл; Ket: сыы; Khasi: snem; Khmer: ឆ្នាំ; Kikuyu: mwaka Komi-Permyak: во; Korean: 년(年), 연(年), 해; Kuna: birga; Kurdish Central Kurdish: ساڵ‎; Northern Kurdish: sal; Kyrgyz: жыл; Ladin: ann; Ladino: anyada; Lak: шин; Lakota: ómakȟa; Laboya: dau; Lao: ປີ; Latgalian: gods; Latin: annus; Latvian: gads; Lezgi: йис; Limburgish: jaor; Lithuanian: metai; Livonian: āigast; Lombard: ann; Low German: Jåhr, Johr; Luxembourgish: Joer; Lü: ᦔᦲ, ᨸᩦ; Macedonian: година; Maguindanao: ragun; Malay: tahun, sanah, warsa; Malayalam: വർഷം, കൊല്ലം, ആണ്ട്, വത്സരം; Maltese: sena; Manchu: ᠠᠨᡳᠶᠠ; Mansaka: toig; Manx: blein; Maori: tau; Maranao: ragon, tahon; Marathi: वर्ष; Megleno-Romanian: an; Moksha: киза; Mon: သၞာံ; Mongolian: жил; Mwani: mwaka; Mòcheno: jor; Nahuatl: xihuitl; Nanai: айнгани; Navajo: nááhai, yihah; Nganasan: хӱо; Nivkh: ань; Norman: aun, an, annaée, année, onnaïe; North Frisian Föhr-Amrum: juar; Helgoland: Djooar; Mooring: iir; Northern Sami: jahki; Northern Norwegian Bokmål: år; Nynorsk: år; Occitan: annada, an; Ojibwe: biboon, gikinoonowin; Old Church Slavonic Cyrillic: годъ, рокъ, лѣто; Old East Slavic: рокъ, годъ, лѣто; Old English: ġēar; Old Javanese: tahun; Old Saxon: gēr, jār; Oriya: ବର୍ଷ; Oromo: waggaa; Ossetian: аз; Ottoman Turkish: ییل‎; Pa'o Karen: နေင်ႏ; Papiamentu: aña; Pashto: کال‎; Persian: سال‎; Pipil: shiwit; Plautdietsch: Joa; Polish: rok inan; Portuguese: ano; Pumpokol:'iku; Punjabi Gurmukhi: ਸਾਲ, ਵਰ੍ਹਾ; Shahmukhi: سال‎, ورھا‎; Quechua: wata; Romagnol: ân; Romani: berś; Romanian: an; Romansch: onn; Russian: год, лет, лето, година; Rusyn: рук; Rutul: сен; S'gaw Karen: နံၣ်; Samogitian: metā; Sanskrit: वर्ष; Sardinian: annu; Scots: year; Scottish Gaelic: bliadhna; Serbo-Croatian Cyrillic: го̏дина, ле̏то; Roman: gȍdina, lȅto; Shan: ပီ; Sicilian: annu; Sindhi: سال‎; Sinhalese: අවුරුද්‍ද; Skolt Sami: eeˊǩǩ; Slovak: rok; Slovene: lẹ́to; Somali: sanad; Sorbian Lower Sorbian: lěto; Upper Sorbian: lěto; Sotho: selemo; Spanish: año; Sundanese: taun, warsih; Swahili: mwaka; Swedish: år; Sylheti: ꠛꠍꠞ; Tabasaran: йис; Tagalog: taon; Tajik: сол; Talysh Asalemi: سال‎; Tamil: ஆண்டு, வருடம், வருஷம், வர்ஷம்; Tat: сал; Tatar: yıl; Telugu: సంవత్సరము; Temiar: tahun; Tetum: tinan; Thai: ปี; Tibetan: ལོ; Tigrinya: ዓመት; Tocharian B: pikul; Tok Pisin: yia; Tundra Nenets: по; Turkish: yıl, sene; Turkmen: ýyl; Tuvan: чыл, хар; Udi: усен; Udmurt: ар; Ugaritic: 𐎌𐎐𐎚; Ukrainian: рік; Urdu: سال‎, ورش‎; Uyghur: يىل‎; Cyrillic: жил; Uzbek: yil; Venetian: ano, an; Veps: voz'; Vietnamese: năm; Vilamovian: jür; Volapük: yel; Votic: voosi; Võro: aastak; Waray-Waray: tuig; Warlpiri: wanta; Welsh: blwyddyn; West Frisian: jier; White Hmong: xyoo; Yagnobi: сол; Yakut: сыл; Yiddish: יאָר‎; Yoruba: ọdún; Zazaki: ser, syer; Zealandic: jaer; Zhuang: bi; Zulu: unyaka; ǃXóõ: kúli