δεσποτίδιον

Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

τό, Dim. of δεσπότης, Aristaenet.1.24.

Spanish (DGE)

-ου, τό
dim. de δεσπότης amito en sent. erót. ὦ ἐμὸν δ. Aristaenet.1.24.32.

German (Pape)

[Seite 551] τό, dim. zum vor., Aristaen. 1, 24.

Greek (Liddell-Scott)

δεσποτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δεσπότης, Ἀρισταίν. 1. 24.

Greek Monolingual

δεσποτίδιον, το (Α)
ο μικρός κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δεσπότης.