διεγγύησις

Revision as of 11:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, A giving bail or security, D.24.73, IG11(2).287A136 (Delos, iii B. C.), D.Chr.11.18 (pl.). II giving bail for production, τοῦ σώματος D.H.11.32.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
fianza, aval, garantía por condenados en juicio, D.24.73, SB 9798.14 (III a.C.), τὰς διενγυήσεις τῶν ἐπικλήτων TAM 2.508.24 (Pinara I a.C.) en Bull.Epigr.1944.171, δ. τῶν εἰς δουλείαν ἀγομένων D.H.11.31, cf. 32, 46, D.Chr.11.18, Hsch., en arrendamientos y otras transacciones τὰ σύμβολα τῆς διεγγυήσεως UPZ 112.3.6 (III a.C.), cf. IG 11(2).287A.136 (Delos III a.C.), PLille 59.52, PPetr.3.58(e).1.1 (ambos III a.C.), UPZ 217.9 (II a.C.), πέτευρον τᾷ ἱερᾷ συγγραφῇ καὶ τὰς διεγγυήσεσι τῶν τεμενῶν ID 372A.103, cf. 338Aa.19, 354.61, IG 11(2).287A.42 (todas III a.C.).

German (Pape)

[Seite 617] ἡ, das Verbürgen, Dem. 24, 73; nach Harpocr. κατάστασις τῶν ἐγγυητῶν; Verpfändung, Dion. Hal. 11, 32, τοῦ σώματος.

Greek (Liddell-Scott)

διεγγύησις: -εως, ἡ, ἐγγύησις, ἡ δι’ αὐτῆς ἀπαλλαγή, Δημ. 724. 6, ἴδε Att. Process. σ. 521. ΙΙ. ὑπόσχεσις, Διον. Ἁλ. 11. 32.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 délivrance d'une caution;
2 rachat, libération.
Étymologie: διεγγυάω.

Greek Monotonic

διεγγύησις: -εως, ἡ, παροχή εγγύησης, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διεγγύησις: εως ἡ внесение залога, поручительство Dem.

Middle Liddell

διεγγύησις, εως [from διεγγυάω n
a giving of bail, Dem.