δρωπακίζω

Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

apply a depilatory, δ. μέλιτι Orib.Eup.4.7:—Med., Arr.Epict.3.22.10, Hierocl.Facet.64:—Pass., Luc.Demon.50.

Spanish (DGE)

aplicar un emplasto depilatorio o dropacismo como tratamiento médico y cosmético, depilar μέλιτι Orib.Eup.4.7.6, cf. Archig. en Gal.12.799, Phryn.384, en v. pas. Arr.Epict.3.22.10, Archig. en Gal.12.801, Luc.Demon.50
gener. cortar, arrancar Hdn.Epim.24, Sud.
en v. med. depilarse Hierocl.Facet.64, Phot.δ 780.

German (Pape)

[Seite 670] die Haare durch aufgestrichenes Pech ausziehen; Suid.; Luc. Demon. 50. Vgl. πιττόω.

Greek (Liddell-Scott)

δρωπᾰκίζω: μαδῶ τὰς τρίχας διὰ πεπισσωμένου ἐμπλάστρου, Λουκ. Δημών. 50· δρωπᾰκισμός, ὁ, ἡ τοιαύτη τῶν τριχῶν ἀπόσπασις· μάδημα τῶν τριχῶν διὰ δρώπακος, πίττωσις Διοσκ.· δρωπᾰκιστός, ή, όν, χρησιμεύων πρὸς μάδησιν τῶν τριχῶν, ψιλωτικός, Γαλην. 12, 103.

French (Bailly abrégé)

inf. ao. Pass. δρωπακισθῆναι;
épiler en se servant de l'onguent δρῶπαξ.

Greek Monolingual

δρωπακίζω (AM)
μαδώ τις τρίχες με αποτριχωτική αλοιφή.

Greek Monotonic

δρωπᾰκίζω: μέλ. -σω, ξεριζώνω, μαδώ τα μαλλιά με έμπλαστρα από πίσσα, κάνω αποτρίχωση, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δρωπᾰκίζω: удалять волосы дропаком Luc.

Middle Liddell

δρωπᾰκίζω, fut. -σω
to get rid of hair by pitch-plasters, Luc. [from δρῶπαξ