γαργαλισμός

Revision as of 11:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ὁ, tickling (γέλως διὰ κινήσεως τοῦ μορίου τοῦ περὶ τὴν μασχάλην Arist.PA673a8), Hp. Alim.26, Pl.Smp.189a (pl.), Phdr.253e, Epicur.Fr.412 (pl.); ἐν τῷ σώματι διέδραμε γ. Hegesipp.1.16; ἡδονὴ γαργαλισμοῦ ἐφίεται Ph.1.118, cf. 212 (pl.), Plu.2.765c: γάργαλος, ὁ (more Att. acc. to Moer., cf. Ar. Th.133), and γαργάλη, ἡ, are cited by Erot. s.v. γαργαλισμός, fr. Ar.Fr.175 and Diph.25.

Spanish (DGE)

(γαργᾰλισμός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): γαγγ- Hdn.Gr.2.485, Hsch.s.u. γαργαλισμός; γαργαρ- Cael.Aur.TP 1.1.38, 2.6.92, Alex.Trall.2.153
1 cosquillas, cosquilleo anterior al estornudo, Pl.Smp.189a, γ. γέλως ἐστὶ διὰ κινήσεως τοιαύτης τοῦ μορίου περὶ τὴν μασχάλην Arist.PA 673a8, τοιοῦτος ἔνδοθέν τις ἐν τῷ σώματι διέδραμε γ. un cosquilleo de tal clase me corrió por dentro del cuerpo Hegesipp.Com.1.16, que acompaña al placer corporal, Ph.1.118, cf. 212
fig. cosquilleo, excitación producida en el alma al desear al amado, Pl.Phdr.253e, cf. Plu.2.765c, οἱ τοῦ σώματος γαργαλισμοί op. al sosiego anímico, Gal.5.34, cf. Gr.Naz.M.36.413B.
2 medic. irritación, prurito, picor en el cuerpo o partes de él causada por desplazamiento de humores, la circulación de la sangre, etc., como síntoma de enfermedad, Hp.Alim.26, de los órganos masculinos en el acto sexual, Hp.Oss.15, en la traquea arteria y la garganta, Erot.29.19, Aret.SA 1.8.3, CD 1.3.6, Alex.Trall.l.c.
3 medic. gargarismo Cael.Aur.ll.cc.

German (Pape)

[Seite 475] ὁ, das Kitzeln, Jucken, τοιοῦτος ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργ. Hegesipp. com. Ath. VII, 290 (v. 16); Plat. Phaedr. 253 e; im Conv. 189 a wird das Niesen dazu gerechnet; auch Sp., wie Plut.; Ath. XII, 546 e.

Greek (Liddell-Scott)

γαργαλισμός: ὁ, τὸ γαργάλισμα, Λατ. titillation, (γέλως διὰ κινήσεως τοῦ μορίου τοῦ περὶ τὴν μασχάλην Ἀριστ. Ζῴ. Μ. 3. 10, 8), Πλάτ. Συμπ. 189A, Φαίδρ. 253E, Ἡγήσιππ. Ἀδελφ. 1. 16· -ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 133 (καὶ πιθ. Ἀποσπ. 218), γάργαλος, ὁ, ὅπερ λέγεται ἀττικώτερον· ὡσαύτως ἀναφέρεται θηλυκὸν γαργάλη ὑπὸ Ἐρωτιαν. σ. 114.

Greek Monolingual

ο (AM γαργαλισμός) γαργαλίζω
βλ. γαργάλημα.

Russian (Dvoretsky)

γαργᾰλισμός:
1) щекотка Arst., Plut.;
2) возбуждение, раздражение Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαργαλισμός -οῦ, ὁ γαργαλίζω prikkeling, jeuk.

English (Woodhouse)

tickling