βλεπτός

Revision as of 12:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ή, όν, to be seen, S.OT1337.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
digno de ser visto τί δῆτ' ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν στερκτόν S.OT 1337.

Greek (Liddell-Scott)

βλεπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, ἄξιος νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 1337.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’il faut voir, digne d'être vu.
Étymologie: adj. verb. de βλέπω.

Greek Monolingual

βλεπτός, -ή, -όν (Α) βλέπω
εκείνος τον οποίο μπορεί ή αξίζει να δει κανείς.

Greek Monotonic

βλεπτός: -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βλεπτός: достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?

Middle Liddell

[From βλέπω
to be seen, worth seeing, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλεπτός -ή -όν βλέπω waard om te zien, waard om bekeken te worden.