ἀκρόμαλλος

Revision as of 12:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, very wooly, Str.4.4.3.

Spanish (DGE)

-ον muy lanoso ἐρέα Str.4.4.3.

German (Pape)

[Seite 84] ἐρέα, bei Strab., wahrscheinlich μακρόμαλλος zu lesen, IV, 4 p. 196.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόμαλλος: -ον, ἔχων βραχὺ μαλλίον, ἀμφίβ. παρὰ Στράβ. 196, ἔνθα ὁ Κοραῆς προτείνει μακρόμαλλος.

Greek Monolingual

ἀκρόμαλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολύ μαλλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + -μαλλος < μαλλός «τρίχωμα, μαλλί»].