ἀναδάσιμος

Revision as of 13:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, to be distributed afresh, Sch.Ven.Il.1.300.

Spanish (DGE)

-ον
que debe ser redistribuido γεγένηται δὲ ἀναδάσιμα πάντα τὰ τῶν αἰχμαλωτίδων Sch.Er.Il.1.299.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδάσιμος: -ον, ὅστις δύναται ἢ πρέπει ἐκ νέου νὰ διανεμηθῇ, Σχολ. Ἑνετ. Ἰλ. Α. 300.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναδάσιμος, -ον) ἀναδατέομαι
αυτός που μπορεί ή πρέπει να διανεμηθεί, να διαμοιραστεί εκ νέου.