ἀναπορεύομαι

Revision as of 13:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

proceed up-stream, D.C.75.9.

Spanish (DGE)

1 ir río arriba πεζῇ ... ἐκ τῆς πόλεως PTeb.5.28 (II a.C.), ἐπὶ πλοίων D.C.75.9.5.
2 salir hacia arriba prob. del pus al apretar la carne πολλὴ ἀκαθαρσία ἀναπορεύεται καὶ λεύκη glos. a ψόμμος ... ὀ{ν}στείχει Alc.306.1.2.3.

German (Pape)

[Seite 203] dep pass., hinaufmarschiren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπορεύομαι: ἀποθ., πορεύομαι πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός, «καὶ οἱ μὲν αὐτῷ τῶν στρατιωτῶν πεζῇ ἄνω παρὰ τὸν Τίγριν, οἱ δὲ καὶ ἐπὶ πλοίων ἀνεπορεύθησαν» Δίων Κ. 75. 9.

Greek Monolingual

ἀναπορεύομαι (Α) πορεύομαι
προχωρώ προς τα επάνω ή προς τα εμπρός.