ἀνεμόδαρτος

Revision as of 13:14, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, stripped by the wind, Eust.1095.12.

Spanish (DGE)

-ον desnudado por el viento Eust.1095.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμόδαρτος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου δερόμενος, φυτά... ἀνεμόδαρτα, τὰ ὁποῖα «δέρνει» ὁ ἄνεμος, «ἃ δηλαδὴ “πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμων”» (Ἰλ. Ρ. 55) Εὐστ. 1095. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνεμόδαρτος, -ον)
εκείνος που δέρνεται από τους ανέμους, ο εκτεθειμένος στους ανέμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + δαρτός < δέρω.