ἀνεπίδικος

Revision as of 13:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, without the process of ἐπιδικασία, by which claims to inheritance or guardianship were enforced, ἀ. ἔχειν τά πατρῷα Is.3.59; παραλαμβάνειν ἀ. τὴν ἀγχιστείαν Id.8.34 (cj.); ἀ. ἔχειν κλῆρον D.46.22, cf. Poll.3.33.

Spanish (DGE)

-ον
jur. sin necesidad de haber hecho un proceso de ἐπιδικασία, no sujeto a litigio, incontestado ἀνεπίδικα ἔχουσι τὰ ... πατρῷα Is.3.59, ἐκ γένους παρειληφότες τὴν ἀγχιστείαν ἀνεπίδικον Is.8.34, κλῆρος D.46.22, Is.6.4, cf. Poll.3.33.

German (Pape)

[Seite 224] nicht streitig, unbestritten, bes. von Erbschaften, τὰ πατρῷα ἀνεπίδικα ἔχειν Is. 3, 59; κλῆρος 6, 4; ἡ ἀνεπίδικος, eine hinterlassene Tochter, über deren Vermögen zwischen Verwandten nicht gerichtlich entschieden ist (vgl. ἐπίκληρος), Dem. 46, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίδῐκος: -ον, ὁ ἄνευ ἀμφισβητήσεως (κληρονομία), ἡ ἄνευ ἐπιδικασίας, ἀνεπιδίκα ἔχειν τὰ πατρῷα Ἰσαῖ. 44. 1· παραλαμβάνειν ἀνεπ. τὴν ἀγχιστείαν ὁ αὐτ. 72. 36· ἀνεπίδικον μὴ ἐξεῖναι ἔχειν μήτε κλῆρον μήτε ἐπίκληρον Δημ. 1135. 27· πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’est pas ou ne peut pas être contesté ; ἡ ἀνεπίδικος héritière unique (dont les droits ne peuvent être contestés).
Étymologie: , ἐπίδικος.

Greek Monolingual

ἀνεπίδικος, -ον (Α)
(Νομ.) μη αμφισβητούμενος δικαστικά, μη διεκδικούμενος από κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίδικος «αυτός που μπορεί να διεκδικηθεί μπροστά στο δικαστήριο, ο περιμάχητος»].

Greek Monotonic

ἀνεπίδῐκος: -ον (ἐπί, δίκη), αυτός που δεν έχει αμφισβητηθεί μέσω δίκης, αδιαφιλονίκητος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίδῐκος: юр. (никем) не оспариваемый, бесспорный (τὰ πατρῷα Isae.; κλῆρος Dem.).

Middle Liddell

[ἐπί, δίκη
not disputed by legal process, undisputed, Dem.