ἀμφίβουλος

Revision as of 13:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, double-minded: c. inf., half-minded to do, A.Eu. 733 (cj. Turneb.).

Spanish (DGE)

-ον
que vacila, dudoso c. inf. ἀμφίβουλος ... θυμοῦσθαι A.Eu.733.

German (Pape)

[Seite 137] unschlüssig, Aesch. Eum. 703, θυμοῦσθαι, ob ich zürnen soll.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβουλος: -ον, δίγνωμος, μετ’ ἀπαρ., ἀναποφάσιστος νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 733.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui balance entre deux avis, incertain.
Étymologie: ἀμφί, βουλή.

Greek Monolingual

ἀμφίβουλος, -ον (Α)
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βουλή.

Greek Monotonic

ἀμφίβουλος: -ον (βουλή), διχασμένος ως προς το να πράξει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβουλος: колеблющийся, нерешительный: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины).

Middle Liddell

βουλή
half-minded to do a thing, c. inf., Aesch.

English (Woodhouse)

doubtful, hesitating, undecided, wavering