ἀποικτίζομαι
English (LSJ)
complain loudly of a thing, πρὸς πατέρα ἀποικτίζετο τῶν . . ἤντησε (sc. ταῦτα ὧν ἤντησε) Hdt.1.114.
Spanish (DGE)
quejarse de c. gen. πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ... ἤντησε Hdt.1.114, c. ac. ἀπῳκτίζετο ... τὸν ... τῆς πόλεως ἐμπρησμόν Memn.39.2.
German (Pape)
[Seite 304] sich beklagen, Her. 1, 114.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικτίζομαι: ἀποθ. παραπονοῦμαι μεγαλοφώνως περί τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο, τῶν... ἤντησε (δηλ. ταῦτα ὧν ἤντησε) Ἡρόδ. 1. 114.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ion. ἀποικτίζετο;
déplorer.
Étymologie: ἀπό, οἰκτίζομαι.
Greek Monolingual
ἀποικτίζομαι (Α)
διαμαρτύρομαι έντονα.
Greek Monotonic
ἀποικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., παραπονούμαι μεγαλοφώνως για κάτι, με αιτ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποικτίζομαι: горько жаловаться (τι πρός τινα Her.).