ἀποδαρθάνω

Revision as of 14:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

aor. -έδαρθον, inf. A -δραθεῖν Them.Or.7.91a (but v. infr.):—sleep, μικρόν Plu.Dio 26; ἀποδαρθεῖν τὸν ἀηδόνιον ὕπνου Nicoch.4 D. (cf. ἀηδόνιος). II wake up, Ael.NA3.13.

Spanish (DGE)

1 dormir τὸν ἀηδόνιον ὕπνον ... ἀποδαρθόντα (cj.), Nicoch.16, μικρόν Plu.Dio 26, cf. Procop.Goth.4.32.3, Hsch.
2 despertar Ael.NA 3.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδαρθάνω: μέλλ. -δαρθήσομαι: ἀόρ. -έδαρθον, καὶ ἐν Θεμιστίῳ 91Α -έδραθον: - κοιμῶμαι ὀλίγον, Πλουτ. Δίων 26· «ἀποδαρθάνει· ἀποκοιμᾶται» Ἡσύχιος: ἀποδαρθεῖν ἀηδόνειον ὕπνον, Α. Β. 349, 8, ἴδε ἐν λ. ἀηδόνειος. ΙΙ. ἐξεγείρομαι τοῦ ὕπνου, ἐξυπνῶ, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 ἀποδαρθεῖν;
1 s'endormir;
2 réveiller.
Étymologie: ἀπό, δαρθάνω.

Greek Monolingual

ἀποδαρθάνω (Α) δαρθάνω
1. αποκοιμιέμαι
2. ξυπνάω.

Greek Monotonic

ἀποδαρθάνω: αόρ. βʹ -έδαρθον, κοιμάμαι λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδαρθάνω: засыпать, погружаться в сон (μικρὸν ἀποδαρθεῖν ὑπὸ κόπου βιασθείς Plut.).

Middle Liddell

to sleep a little, Plut.